Τι σημαίνει το debt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης debt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του debt στο Αγγλικά.

Η λέξη debt στο Αγγλικά σημαίνει χρέος, χρέος, χάρη, επισφαλής απαίτηση, επισφαλής οφειλή, φορτώνω χρέη, υπέρογκο χρέος, ενοποίηση χρεών, χρέος τιμής, υπερχρεωμένος, χρεόγραφα, εξυπηρέτηση χρέους, κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους, βουλιαγμένος στα χρέη,καταχρεωμένος, χρέος από τζόγο, είμαι πνιγμένος στα χρέη, χρεώνομαι, δημόσιο χρέος, χρωστάω, έχω χρέη, που χρωστάει, που χρωστάει σε κπ, που χρωστάει σε κπ για κτ, υπόχρεος σε κπ για κτ, υποχρεωμένος σε κπ για κτ, χρέος επιπέδου «σκουπιδιών», εθνικό χρέος, καθαρό χρέος, ανεξόφλητο χρέος, δημόσιο χρέος, είμαι πνιγμένος στα χρέη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης debt

χρέος

noun (money owed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Debt can cause a lot of stress if you have difficulty paying it back.
Ένα χρέος μπορεί να προκαλέσει πολύ άγχος αν δυσκολεύεσαι να το αποπληρώσεις.

χρέος

noun (amount owed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nancy's current debt is £10,000.
Το τρέχον χρέος της Νάνσυ είναι 10.000 λίρες.

χάρη

noun (figurative (favour owed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I owe my high school English teacher a great debt for getting me interested in literature.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά τη βοήθεια που μου προσέφερε όσο ήμουν άρρωστος, έχω χρέος να είμαι δίπλα του σ' αυτήν τη δύσκολη στιγμή.

επισφαλής απαίτηση, επισφαλής οφειλή

noun (debt: unlikely to be repaid)

If you cannot obtain payment from a customer, write it off as a bad debt.

φορτώνω χρέη

transitive verb (cause to owe a lot of money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπέρογκο χρέος

noun (figurative (owing too much money)

ενοποίηση χρεών

noun (amalgamation of sums owed) (δάνεια, τράπεζες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρέος τιμής

noun (moral obligation)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπερχρεωμένος

adjective (overly indebted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χρεόγραφα

plural noun (finance: bonds) (οικονομικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εξυπηρέτηση χρέους

(economics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους

noun (cash available to pay debts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βουλιαγμένος στα χρέη,καταχρεωμένος

adjective (in extreme financial debt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was so deep in debt that the only solution appeared to be bankruptcy.

χρέος από τζόγο

noun (gambling: money owed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mickey's gambling debts ruined his marriage.

είμαι πνιγμένος στα χρέη

verbal expression (informal (owe money)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neil found himself getting bogged down in debt.

χρεώνομαι

verbal expression (incur monetary liabilities)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you keep buying things you can't afford, you'll soon get into debt. If you spend more than you earn, you will inevitably get into debt.
Αν συνεχίσεις να αγοράζεις πράγματα που δε μπορείς να πληρώσεις, σύντομα θα χρεωθείς. Αν ξοδεύεις περισσότερα απ' όσα κερδίζεις, αναπόφευκτα θα χρεωθείς.

δημόσιο χρέος

noun (money owed by government)

Government debt is currently very high.

χρωστάω, έχω χρέη

intransitive verb (be in debt, owe money)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They have a lot of debt.

που χρωστάει

adjective (owing money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always pay my bills on time because I hate to be in debt.
Πληρώνω πάντα τους λογαριασμούς μου στην ώρα τους γιατί σιχαίνομαι να χρωστάω.

που χρωστάει σε κπ

(owing money to [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που χρωστάει σε κπ για κτ

expression (figurative (morally obligated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπόχρεος σε κπ για κτ, υποχρεωμένος σε κπ για κτ

expression (figurative (morally obligated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I will be forever in debt to you for saving my life.

χρέος επιπέδου «σκουπιδιών»

noun (old outstanding debt) (διεθνής οικονομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εθνικό χρέος

noun (money owed by a country)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The national debt grew after the government made some bad decisions.

καθαρό χρέος

noun (amount owed minus assets)

ανεξόφλητο χρέος

noun (money still owed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She was not able to buy a car due to her outstanding debt.

δημόσιο χρέος

noun (money owed by government)

Britain must adopt a credible plan to reduce public debt.

είμαι πνιγμένος στα χρέη

verbal expression (figurative, informal (owe money)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του debt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του debt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.