Τι σημαίνει το girl στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης girl στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του girl στο Αγγλικά.

Η λέξη girl στο Αγγλικά σημαίνει κορίτσι, κορίτσι, κόρη, κορίτσια, θηλυκός, κορίτσι, υπηρέτρια, κορίτσι, κοριτσάκι, ωραία κοπέλα, εορτάζουσα, υγιέστατο κοριτσάκι, κλασικός, Πουλί, βοηθός σερβιτόρου, κολ γκερλ, call girl, των call girl, των κολ γκερλ, γυναίκα καριέρας, ανώριμο κορίτσι, κορίτσι που συμμετέχει σε χορωδία, μπαλαρινούλα, κορίτσι της πόλης, φοιτήτρια, νεαρή απόφοιτη πανεπιστημίου, το κορίτσι του εξωφύλλου, το κορίτσι του μπαμπά, χορεύτρια, βότανο της ανατολικής Ινδίας, μαθήτρια σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι της, γυναίκα των ονείρων μου, γυναίκα των ονείρων μου, κοπέλα που πουλάει λουλούδια, παρανυφάκι, βοηθός γραφείου, προσκοπίνα, χρυσό κορίτσι, φιλενάδα, φίλη, πατριώτισσα, αγρότισσα, κοριτσάκι, υλίστρια, καλό κορίτσι, κοπέλα που της αρέσει να διασκεδάζει, κοπέλα που της αρέσει να περνάει καλά, εκδιδόμενη, κοπέλα που πληρώνεται για να διασκεδάζει τους προσκεκλημένους, pinup girl, σέξυ, σέξι, sexy, πρόσκοπος, προσκοπίνα, σόου γκερλ, ελεύθερη κοπέλα, μέλος γυναικείας αδελφότητας, έφηβη, παρουσιάστρια δελτίου καιρού, εκδιδόμενη, εργαζόμενο κορίτσι, νεαρό κορίτσι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης girl

κορίτσι

noun (female child)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were several girls playing in the sand.
Αρκετά κορίτσια έπαιζαν στην άμμο.

κορίτσι

noun (female adolescent) (ηλικία, εφηβεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's fourteen and he's started noticing girls.
Είναι δεκατεσσάρων και έχει αρχίσει να προσέχει τα κορίτσια.

κόρη

noun (daughter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My girl starts school next September.
Το κοριτσάκι μου ξεκινά σχολείο τον επόμενο Σεπτέμβριο.

κορίτσια

plural noun (informal (female friends) (καθομ: σύνολο φίλων)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tonight, I'm leaving the children at home and going out with the girls.
Απόψε θα αφήσω τα παιδιά στο σπίτι και θα βγω με τα κορίτσια.

θηλυκός

noun as adjective (informal (female)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is that a girl dog or a boy dog?
Το σκυλάκι είναι κορίτσι ή αγόρι;

κορίτσι

noun (informal (sweetheart)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love my girl and really want to marry her.
Αγαπώ την κοπέλα μου και θέλω πολύ να την παντρευτώ.

υπηρέτρια

noun (dated (female servant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The housekeeper told the girl to clean the kitchen.

κορίτσι, κοριτσάκι

noun (female infant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After seven grandsons, she was happy to have a baby girl in the family.

ωραία κοπέλα

noun (attractive young female)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εορτάζουσα

noun (female child whose birthday it is)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
It's time for the birthday girl to open her presents.

υγιέστατο κοριτσάκι

noun (informal, figurative (healthy newborn female)

κλασικός

adjective (typical love story)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Πουλί

noun (UK (young Girl Guide, Girl Scout) (μεταφορικά: πρόσκοπος ηλικίας 7-11 ετών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You wouldn't believe it but my sister was once a Brownie.
Δεν θα το πιστέψεις, αλλά η αδερφή μου ήταν προσκοπίνα κάποτε.

βοηθός σερβιτόρου

noun (US (assistant waitress) (γυναίκα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κολ γκερλ, call girl

noun (female prostitute) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

των call girl, των κολ γκερλ

noun as adjective (relating to prostitution)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυναίκα καριέρας

noun (ambitious young woman)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you think that career girl will ever marry, have children and settle down to family life?

ανώριμο κορίτσι

noun (pejorative, dated (young, immature girl)

κορίτσι που συμμετέχει σε χορωδία

noun (young female choral singer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαλαρινούλα

noun (musical: female dancer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The chorus girls in 'Chicago' were some of the best I've ever seen.
Οι μπαλαρινούλες στο «Σικάγο» ήταν από τις καλύτερες που έχω δει ποτέ.

κορίτσι της πόλης

noun (young woman from urban area)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φοιτήτρια

noun (US (student: female)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Today she's 40 and she still looks like a college girl.

νεαρή απόφοιτη πανεπιστημίου

noun (US (woman: young, educated)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το κορίτσι του εξωφύλλου

(woman on magazine cover)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το κορίτσι του μπαμπά

noun (informal (daughter indulged by father)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χορεύτρια

noun (female dancer, esp. erotic)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βότανο της ανατολικής Ινδίας

noun (East Indian herb)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαθήτρια σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι της

noun (young female at boarding school in day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυναίκα των ονείρων μου

noun (idealized woman) (ιδανική γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sometimes a dream girl is just a dream.

γυναίκα των ονείρων μου

noun (desirable young woman) (επιθυμητή γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The calendar features a collection of dream girls in bikinis.

κοπέλα που πουλάει λουλούδια

noun (young female flower vendor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A flower girl was selling violets at the corner of the street.

παρανυφάκι

noun (bridesmaid) (παρόμοιο σε ελληνικούς γάμους)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βοηθός γραφείου

noun (female office assistant)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσκοπίνα

noun (member of girls' youth group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I was a Girl Scout when I was young.

χρυσό κορίτσι

noun (successful or celebrated woman) (μεταφορικά)

φιλενάδα, φίλη

noun (slang (urban slang: female friend)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πατριώτισσα

noun (slang (female from inner city) (καθομ: συμπατριώτισσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγρότισσα

noun (historical, often capitalized (WWII: woman working on farm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοριτσάκι

noun (young female child)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When I was a little girl I loved to play with dolls.

υλίστρια

noun (figurative (materialistic woman)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλό κορίτσι

noun (informal (virtuous young woman)

Maria is a nice girl and doesn't kiss on the first date.

κοπέλα που της αρέσει να διασκεδάζει, κοπέλα που της αρέσει να περνάει καλά

noun (interested in partying)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκδιδόμενη

noun (prostitute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοπέλα που πληρώνεται για να διασκεδάζει τους προσκεκλημένους

noun (female hired to go to party)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

pinup girl

noun (informal (glamour model) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
That fellow has his bedroom wall plastered with magazine pin-up girls.

σέξυ, σέξι, sexy

noun (informal (attractive female celebrity) (γυναίκα, σελέμπριτι, ηθοποιός κλπ)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πρόσκοπος, προσκοπίνα

noun (member of girls' youth group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paula is a scout.
Η Πόλα είναι πρόσκοπος.

σόου γκερλ

noun (female cabaret dancer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ελεύθερη κοπέλα

noun (young woman without a partner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέλος γυναικείας αδελφότητας

noun (US (member of a girls' college society)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έφηβη

noun (female aged between 13 and 19)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρουσιάστρια δελτίου καιρού

noun (informal (female weather presenter on TV)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκδιδόμενη

noun (slang, euphemism (prostitute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary has been a working girl since adolescence.

εργαζόμενο κορίτσι

noun (informal, dated (employed woman)

All five of my daughters are working girls now.
Και οι πέντε κόρες μου εργάζονται τώρα.

νεαρό κορίτσι

noun (female child)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The young girl is going to school on foot.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του girl στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του girl

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.