Τι σημαίνει το muy στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης muy στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του muy στο ισπανικά.

Η λέξη muy στο ισπανικά σημαίνει -, πολύ, πολύ, ιδιαίτερα, πολύ, πολύ, πραγματικά, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, εντελώς, τελείως, πολύ, τόσο, πολύ, σοβαρά, άσχημα, τέρμα, φοβερά, απίστευτα, πολύ, πολύ, τρομερά, φοβερά, εξαιρετικά, πάρα πολύ, φοβερά, πολύ, εντελώς, υπερβολικά, πολύ, τόσο πολύ, πάρα πολύ, πραγματικά, αληθινά, απίστευτα, που έχει πολλές γνώσεις, προκλητικός, εκστασιασμένος, εκστατικός, σπάνιος, μνημειώδης, πυκνοκατοικημένος, ξεκαρδιστικός, μπεστ σέλερ, μπεστ-σέλερ, πικάντικος, περιζήτητος, πτωχός, αξιοσέβαστος, αγαπητός, δημοφιλής, υπερβολικά λεπτομερής, λαμπρά, Καλό!, συμφωνώ απόλυτα, γνωστός, ξακουστός, οξύς, ξενέρωτος, πολύ λίγο, υπερπροστατευτικός, χαρούμενος, ευτυχισμένος, πολύ καλά, μικροσκοπικός, μικρούλης, μικρούτσικος, επικίνδυνος, ό,τι πρέπει, ό,τι χρειάζομαι, τέλειος, άψογος, φανταστικός, πολυχρησιμοποιημένος, εξευτελιστικός, ταπεινωτικός, πολύ λεπτός, λιώμα, στουπί, καυτός, πολύ φορτισμένος, πολύ περισσότερο, κοκαλιάρης, φορτωμένος με δουλειά, υπερμεγέθης, πολύ σφιχτός, κολλητός, πανικόβλητος, γλυκερός, γλυκανάλατος, μικρός, μικροσκοπικός, υπερβολικά επιθετικός, υπερφιλόδοξος, αγχώδης σε υπερβολικό βαθμό, πολύ προσεκτικός, παράτολμος, υπερεξαρτημένος, υπερευαίσθητος, εξαρτημένος, εθισμένος, υπερμεγέθης, υπερβολικά αυστηρός, πολύ καχύποπτος, υπερβολικά καχύποπτος, απίστευτα ενοχλητικός, πάμφτωχος, μακριά, τεράστιος, πολύ διασκεδαστικός, υψηλής ενέργειας, νευρικός, πολυδιαφημισμένος, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, καυτός, εφαρμοστός, πολυδιαβασμένος, που έχει τρελαθεί από την αγωνία του, εξασθενημένος, αδύναμος, ικανότατος, έντονα συναισθηματικός, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής, άψογα καταρτισμένος, διαπρεπής, ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης muy

-

adverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Supe desde el principio que él era muy mentiroso.
Ήξερα ότι είναι ψεύτης από την αρχή αρχή.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fue de gran ayuda.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα μάθεις τι συνέβη λίαν συντόμως.

πολύ, ιδιαίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Este restaurante es muy bueno.
Αυτό το εστιατόριο είναι πολύ (or: ιδιαίτερα) καλό. Θα το προτείνω στον αδερφό μου.

πολύ

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El muy cargado camión subía la colina lentamente.
Το υπερβολικά φορτωμένο φορτηγό αργά ανέβαινε τον λόφο.

πολύ

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estaba muy enfadado con sus comentarios.

πραγματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella es muy bonita.
Είναι πραγματικά όμορφη.

εντελώς, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Ese tipo es muy bueno!
Ο τύπος είναι θεότρελος!

απολύτως, εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sara es muy capaz de hacer el trabajo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Σάρα είναι απολύτως ικανή να κάνει αυτή τη δουλειά.

πολύ

(intensificador)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Has tenido mucha suerte de que no te hayan pillado!
Είσαι πολύ τυχερή που δεν σε έπιασαν!

τόσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ese chico es muy guapo.
Αυτός ο τύπος είναι πολύ ωραίος!

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él es muy consciente de sus responsabilidades.
Ξέρει πολύ καλά τις αρμοδιότητές του.

σοβαρά, άσχημα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Está muy enamorado.

τέρμα

(αργκό: πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Eso fue muy fácil!

φοβερά, απίστευτα

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es muy bueno de su parte haber venido, Sr. Brock.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estar en casa un viernes por la tarde haciendo los deberes es muy deprimente.

πολύ

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τρομερά, φοβερά

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξαιρετικά

(ανάλογα με το συγκείμενο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Frank estaba extremadamente consciente de su situación financiera después de perder el trabajo.
Ο Φρανκ αντιλαμβανόταν πολύ καλά την οικονομική του κατάσταση αφού έχασε τη δουλειά του.

πάρα πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

φοβερά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dan compró un coche sumamente bonito a precio de ganga.
Ο Νταν αγόρασε ένα πολύ καλό αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας.

εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Qué idea tan tonta!
Τι πανηλίθια ιδέα!

υπερβολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abigail se había enamorado totalmente del poeta.

πολύ

(matiz negativo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella no está extremadamente ansiosa por involucrarse en esto.
Δεν είναι και πολύ πρόθυμη να συμμετάσχει σε αυτό.

τόσο πολύ, πάρα πολύ

(herido)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El conductor resultó gravemente herido.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θέλω τόσο πολύ να σε δω ξανά!

πραγματικά, αληθινά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ese auto está bien bonito.

απίστευτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
William siempre termina su trabajo súper rápido los viernes, para irse de fin de semana antes.

που έχει πολλές γνώσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El graduado era muy culto.
Ο μεταπτυχιακός φοιτητής ήταν πολύ μορφωμένος.

προκλητικός

(ρούχα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ojalá no hubiera usado este brevísimo top para ir a patinar sobre hielo.

εκστασιασμένος, εκστατικός

(χαρούμενος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estaba eufórica cuando se enteró de que pronto sería abuela.

σπάνιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es raro encontrar osos en esta parte del parque.

μνημειώδης

(momento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Casarse es una ocasión trascendental.

πυκνοκατοικημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alguna de las ciudades más populosas están en la India.

ξεκαρδιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπεστ σέλερ, μπεστ-σέλερ

πικάντικος

(literal) (αψύς σε γεύση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιζήτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hospedaje barato está siempre muy demandado aquí.

πτωχός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αξιοσέβαστος

(admirado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγαπητός, δημοφιλής

(querido por muchos)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικά λεπτομερής

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λαμπρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Καλό!

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συμφωνώ απόλυτα

γνωστός, ξακουστός

(διάσημος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es famoso por sus protestas callejeras.
Είναι γνωστός (or: ξακουστός) για τις πορείες διαμαρτυρίας του.

οξύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Shannon tiene un oído muy agudo.
Η Σάννον έχει οξεία ακοή.

ξενέρωτος

(coloquial) (καθομ, μτφ, αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡No seas tan estirado! Tómate una copa de vino con nosotros.
Μην είσαι τόσο ξενέρωτος! Πιες ένα ποτήρι κρασί μαζί μας.

πολύ λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπερπροστατευτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡No seas tan maternal, no necesito que me ates los cordones!

χαρούμενος, ευτυχισμένος

(ocasión)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ken les deseo a todos una feliz Navidad y se fue a casa.
Ο Κεν ευχήθηκε σε όλους καλά Χριστούγεννα και πήγε σπίτι.

πολύ καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τα πήγες πολύ καλά στο τεστ των Αγγλικών σου.

μικροσκοπικός, μικρούλης, μικρούτσικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El niño pequeñito tenía que sentarse en una pila de cojines para llegar a la mesa.
Το μικρούτσικο παιδάκι έπρεπε να καθίσει πάνω σε μια στοίβα από μαξιλάρια για να μπορέσει να φτάσει το τραπέζι.

επικίνδυνος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No iré en el auto con ella, su forma de manejar es suicida.

ό,τι πρέπει, ό,τι χρειάζομαι

(irónico) (καθομιλουμένη, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Pinchar una rueda cuando ya estoy llegando tarde? ¡Pero qué genial!

τέλειος, άψογος, φανταστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολυχρησιμοποιημένος

(usado durante mucho tiempo)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξευτελιστικός, ταπεινωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ λεπτός

(superlativo)

λιώμα, στουπί

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

καυτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ φορτισμένος

(μεταφορικά)

πολύ περισσότερο

adverbio

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tus notas están muy por encima de la media.

κοκαλιάρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jessica no es delgada, es muy delgada.
Η Τζέσικα δεν είναι απλώς αδύνατη, είναι κοκαλιάρα.

φορτωμένος με δουλειά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Los profesores saturados de trabajo hicieron huelga.

υπερμεγέθης

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El cachorro era muy grande, pero aun así es adorable.

πολύ σφιχτός, κολλητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todas las chicas estaban usando camisetas muy ceñidas y faldas cortas.

πανικόβλητος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El actor se puso muy nervioso solo de pensar que tendría que salir al escenario con un enorme grano.

γλυκερός, γλυκανάλατος

(καθομ, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικρός, μικροσκοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικά επιθετικός

υπερφιλόδοξος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγχώδης σε υπερβολικό βαθμό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολύ προσεκτικός

παράτολμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερεξαρτημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερευαίσθητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξαρτημένος, εθισμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υπερμεγέθης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικά αυστηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ καχύποπτος, υπερβολικά καχύποπτος

απίστευτα ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Quieres dejar el canturreo? ¡Es muy molesto!

πάμφτωχος

(πολύ φτωχός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi familia era muy pobre (or: extremadamente pobre), pero siempre cuidamos nuestra apariencia.

μακριά

(ο ένας από τον άλλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
China y Rumanía tienen una amistad duradera pese a que ambos países están muy apartados.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ana notó una enorme mancha en su cara.

πολύ διασκεδαστικός

Nuestro día en el parque temático fue muy divertido.

υψηλής ενέργειας

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Los rayos cósmicos son partículas muy cargadas que se mueven rápidamente por el espacio.

νευρικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se equilibran entre ellos, él es muy relajado y ella es muy nerviosa.

πολυδιαφημισμένος

locución adjetiva (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El equipo mexicano de Tigres compró al muy elogiado portero Ricardo Sánchez.

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Usaré un procedimiento muy parecido al que usó George para hacer estos cambios.

καυτός

(AmL, coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este plato de sopa está que pela.

εφαρμοστός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Melisa usa la ropa muy ajustada esperando atraer la atención.

πολυδιαβασμένος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su primera novela fue muy leída, la segunda tuvo poco éxito.

που έχει τρελαθεί από την αγωνία του

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Donde has estado? ¡Te has tardado dos horas! Me tenías muy preocupado.

εξασθενημένος, αδύναμος

(ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenía una voz que apenas se escuchaba por el teléfono.

ικανότατος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si bien es un político muy competente no logró ganarse la simpatía del electorado.

έντονα συναισθηματικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un hombre muy estimado en el estudio de abogados.

άψογα καταρτισμένος

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El profesor era muy conocedor de su campo, pero sólo eso.

διαπρεπής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La conferencia fue dada por un cirujano cardíaco muy reconocido.

ευΰπόληπτος, εξέχων, διαπρεπής

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Parece muy respetable, pero es un estafador de mucho cuidado.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του muy στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του muy

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.