Τι σημαίνει το poor στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης poor στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poor στο Αγγλικά.

Η λέξη poor στο Αγγλικά σημαίνει φτωχός, ανεπαρκής, κακός, φτωχός, φτωχός, κακός, αδύναμος, φτωχός, μπάσταρδος, πάμφτωχος, απρεπώς, ανάρμοστος, κακή διαγωγή, κουτί εισφορών για τους φτωχούς, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, φτηνή δικαιολογία, κακή απόδοση, άσχημη κατάσταση, κακή κατάσταση, απρέπεια, κακή υγεία, κακή κρίση, άπορος, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, χαμηλή απόδοση, κακή απόδοση, χαμηλές επιδόσεις, φτωχός, κακή πρόγνωση, κακή ποιότητα, κακής ποιότητας, εύθικτος, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, καημένος, κακόμοιρος, άτυχη, σάντουιτς με μπαγκέτα, πλέμπα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης poor

φτωχός

adjective (lacking money)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many of us come from poor families.
Πολλοί από εμάς προέρχονται από φτωχές οικογένειες.

ανεπαρκής, κακός

adjective (unsatisfactory)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boss is unhappy with my poor performance.
Το αφεντικό είναι δυσαρεστημένο με την ανεπαρκή (or: κακή) μου απόδοση.

φτωχός

adjective (pitiable, unfortunate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
From poor beginnings, the politician went far in life.
Αν και από φτωχή καταγωγή ο πολιτικός κατάφερε πολλά στη ζωή του.

φτωχός

(lacking) (σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This soil is poor in nutrients.
Αυτό το χώμα είναι φτωχό σε θρεπτικές ουσίες.

κακός, αδύναμος

(underachieving) (σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is very poor at maths.
Είναι πολύ αδύναμος στα μαθηματικά.

φτωχός

plural noun (poor people) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The poor often don't have cars.
Οι φτωχοί συχνά δεν έχουν αυτοκίνητα.

μπάσταρδος

noun (slang, offensive (person suffering misfortune) (αργκό, προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I really feel sorry for that poor bastard.

πάμφτωχος

adjective (mainly US, slang (poverty stricken) (πολύ φτωχός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My family was dirt poor, but we always took care of our appearances.

απρεπώς

adverb (in an offensive way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I do think they've decorated their bedroom in poor taste.

ανάρμοστος

adjective (offensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John's joke about his mother-in-law was in poor taste.

κακή διαγωγή

noun (bad conduct)

The student was sent out of the class for poor behaviour.

κουτί εισφορών για τους φτωχούς

noun (receptacle for charitable donations) (εκκλησία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People put coins into the poor box outside the church.

κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος

noun (informal (unfortunate person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The poor creature stood in the pouring rain without a coat or umbrella.

φτηνή δικαιολογία

noun (unconvincing attempt to justify)

He gave a poor excuse for his absence. Having a cold is a very poor excuse for missing five days of work.

κακή απόδοση

noun (weak performance)

άσχημη κατάσταση, κακή κατάσταση

noun (feeble or inferior condition)

She must be in really poor form today; she's limping and she looks pale.

απρέπεια

noun (bad manners)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's really poor form to put your feet on the coffee table.

κακή υγεία

noun (illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She has been in poor health ever since she caught bird 'flu last year.

κακή κρίση

noun (making bad decisions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elizabeth Taylor had notoriously poor judgement when it came to men.
Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ είχε ομολογουμένως κακή κρίση όσον αφορά τους άντρες.

άπορος

noun (man who lacks money)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He was a poor man and had to ask for food at the local church in order to feed his child.

κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος

noun (man who is unfortunate) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That poor man has had nothing but bad luck.

χαμηλή απόδοση, κακή απόδοση

noun (underachievement)

He was fired because of his poor performance at work.

χαμηλές επιδόσεις

noun (failure to function properly)

φτωχός

noun ([sb] living in poverty)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κακή πρόγνωση

noun (prediction that illness will worsen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My uncle is in hospital with cancer. He has received a poor prognosis - they think he will die.

κακή ποιότητα

noun (inferior quality)

The publisher refused to publish the book because of its poor quality.

κακής ποιότητας

noun as adjective (of inferior quality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύθικτος

noun ([sb]: cannot take joke)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He´s such a poor sport that he thought I was being serious!

κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος

noun ([sb] wretched)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That poor unfortunate lives under a bridge near the park.
Ο κακομοίρης μένει κάτω από μια γέφυρα κοντά στο πάρκο.

καημένος, κακόμοιρος

adjective (wretched)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Those poor unfortunate children have nowhere to live.

άτυχη

noun (woman who is unfortunate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σάντουιτς με μπαγκέτα

noun (US, regional (submarine sandwich)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλέμπα

noun (US, figurative, pejorative, offensive, slang (poor white people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poor στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του poor

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.