Τι σημαίνει το pride στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pride στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pride στο Αγγλικά.

Η λέξη pride στο Αγγλικά σημαίνει περηφάνια, υπερηφάνεια, περηφάνια, υπερηφάνεια, αγέλη, εγωισμός, αξιοπρέπεια, λάμπω από κτ, καμάρι, ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει, η καλύτερη θέση, είμαι περήφανος για κτ, είμαι περήφανος που κάνω κτ, πηγή υπερηφάνειας, ρίχνω τα μούτρα μου, είμαι περήφανος για κτ, προσέχω πολύ κτ, με υπερηφάνεια, πληγωμένος εγωισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pride

περηφάνια, υπερηφάνεια

noun (high opinion of yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has too much pride to admit that he was wrong.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με καμάρι μας ανακοίνωσε ότι πήρε άριστα στο διαγώνισμα.

περηφάνια, υπερηφάνεια

noun (pleasure at [sb]'s success)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She had pride in her daughter's achievements.
Εϊναι γεμάτη καμάρι για τα επιτεύγματα της κόρης της.

αγέλη

noun (herd of lions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The documentary showed a pride of lions relaxing together.
Το ντοκιμαντέρ έδειχνε μια αγέλη λιονταριών που χαλάρωναν μαζί.

εγωισμός

noun (pejorative (conceit, ego)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He could not admit it because of his pride.
Δεν μπορούσε να το παραδεχθεί λόγω του εγωισμού του.

αξιοπρέπεια

noun (dignity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She has so much pride that she would never steal anything.
Έχει τόση αξιοπρέπεια που δεν θα έκλεβε ποτέ τίποτα.

λάμπω από κτ

(figurative (radiate: pride, health)

Alisha glowed with pride as the gold medal was presented to her daughter.

καμάρι

noun (informal (person: most loved)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She is her parents' pride and joy.

ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει

expression (it is unwise to be arrogant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η καλύτερη θέση

noun (most prominent position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Navid's trophy was given pride of place on the mantelpiece.

είμαι περήφανος για κτ

verbal expression (be proud)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She prides herself on her spotlessly clean house.

είμαι περήφανος που κάνω κτ

verbal expression (be conscientious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I pride myself on staying fit and slim.

πηγή υπερηφάνειας

noun (reason to feel proud) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρίχνω τα μούτρα μου

verbal expression (do [sth] that hurts your pride) (μεταφορικά)

είμαι περήφανος για κτ

verbal expression (be proud)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Canadians take pride in their national hockey team.

προσέχω πολύ κτ

verbal expression (be conscientious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She takes a lot of pride in her appearance - her clothes are always impeccable.
Προσέχει πολύ την εμφάνισή της. Τα ρούχα της είναι πάντα άψογα.

με υπερηφάνεια

adverb (proudly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My son has just won a scholarship to Harvard, he said with pride.

πληγωμένος εγωισμός

noun (embarrassment or shame)

When I fell off my bike the worst thing I suffered was wounded pride.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pride στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pride

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.