Τι σημαίνει το días στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης días στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του días στο ισπανικά.
Η λέξη días στο ισπανικά σημαίνει ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, διάρκεια της ημέρας, ημερήσια εκδρομή, κατά τη διάρκεια της ημέρας, φως της ημέρας, την ημέρα, τη μέρα, πικνίκ, πικ νικ, ενημέρωση, αύριο, σώζω την παρτίδα, ανακαινίζω, σήμερα, τώρα, σήμερα, ρεπό, φως, γιορτή, sol, -, ολοήμερος, ολόκληρος, πλήρης, ολοήμερος, σκοτίζω, ζαλίζω, κάποτε, όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή, καθημερινά, κάθε μέρα, μέρα-νύχτα, μέρα μεσημέρι, μέρα νύχτα, τις προάλλες, νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο, μέρα με τη μέρα, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, από την μία μέρα στην άλλη, ποτέ, για πάντα, στην ημερήσια διάταξη, μια μέρα, κάποτε, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, όλη μέρα, όλη την ημέρα, όλη μέρα, όλη την ημέρα, σε καθημερινή βάση, καθημερινά, ακόμα και τώρα, μέρα παρά μέρα, την επόμενη μέρα, εκείνη την ημέρα, την επομένη, την επόμενη μέρα, την ημέρα, κατά τη διάρκεια της μέρας, κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή, μέχρι σήμερα, κάποτε, μέσα στην εβδομάδα, μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου, από μέρα σε μέρα, κατά τη διάρκεια της μέρας, αργά το απόγευμα, τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας, στο τέλος της ημέρας, η υπομονή είναι αρετή, δυο φορές την ημέρα, θα 'ρθει και σένα η σειρά σου, κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή, καλημέρα, Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών, Καλή σου μέρα!, καλή σου μέρα, Χρόνια πολλά!, Χρόνια πολλά!, καλημέρα, Ανάληψη, καθημερινή, Χαλοουίν, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίας, καύσωνας, καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα, μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία, ημέρα ανάπαυσης, ρεπό, ημέρα των εκλογών, όμορφη μέρα, ωραία μέρα, Πρωτομαγιά, ταμειακώς ενήμερο μέλος, ταμειακώς τακτοποιημένο μέλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης días
ημέρα, μέραnombre masculino (24 ώρες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La carta tardó tres días en llegar. Το γράμμα έκανε τρεις ημέρες (or: μέρες) να φτάσει. |
ημέρα, μέραnombre masculino (ανατολή ως δύση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pasaron todo el día pintando la casa. Πέρασαν όλη τους την ημέρα (or: μέρα) βάφοντας το σπίτι. |
ημέρα, μέραnombre masculino (της εβδομάδας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Qué día fui al banco? ¿El martes? Τι μέρα πήγα στην τράπεζα; Τρίτη; |
διάρκεια της ημέρας(με φως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Muy rara vez vemos la televisión en horas de luz. Σπάνια βλέπουμε τηλεόραση κατά τη διάρκεια της ημέρας. |
ημερήσια εκδρομήnombre masculino Pasamos un hermoso día en la costa. Περάσαμε μια ωραία μέρα στη θάλασσα. |
κατά τη διάρκεια της ημέρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La televisión diurna es uniformemente atroz. Συνολικά, τα προγράμματα της τηλεόρασης κατά τη διάρκεια της μέρας είναι απαράδεκτα. |
φως της ημέρας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Abre las cortinas para que entre la luz del día. Άνοιξε τις κουρτίνες και άφησε το φως της ημέρας να μπει. |
την ημέρα, τη μέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Trabajo durante el día, pero podríamos encontrarnos en la tarde. |
πικνίκ, πικ νικ(voz inglesa) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Hace un precioso día soleado, así que vamos a ir de picnic. |
ενημέρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se publica una actualización de los horarios cada 12 horas. |
αύριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σώζω την παρτίδα(μτφ: δίνω λύση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Hiciste todo el trabajo por mí? ¡Me salvaste! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όπως πάντα με το κοφτερό μου μυαλό και την υπομονή μου έσωσα και πάλι την παρτίδα και έβγαλα τον Τάσο από το αδιέξοδό του. |
ανακαινίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La empresa modernizó sus oficinas para darles un aspecto más moderno. Η εταιρεία ανακαίνισε τα γραφεία της για να αποκτήσει πιο μοντέρνο ύφος. |
σήμερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hoy es un hermoso día. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πρέπει να χαιρόμαστε το σήμερα, όχι μόνο να ονειρευόμαστε το αύριο. |
τώρα, σήμερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ahora, a diferencia del pasado, los niños no obedecen a sus padres. Σήμερα, σε αντίθεση με παλιά, τα παιδιά δεν υπακούν τους γονείς τους. |
ρεπό
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) ¿Puedo tener un día libre mañana, por favor? |
φως(del día) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mejor que vayas a la tienda mientras todavía haya luz. Καλύτερα να πας στο μαγαζί όσο είναι ακόμα μέρα. |
γιορτή(AmL) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
sol
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Está a punto de amanecer. Όπου να ’ναι, θα χαράξει. |
ολοήμεροςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολόκληρος, πλήρηςlocución adjetiva (για ημέρα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολοήμεροςlocución adjetiva (coloquial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Salieron muy temprano, porque era un casamiento de todo el día. |
σκοτίζω, ζαλίζωlocución verbal (ES, coloquial) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo al jefe todo el día en la chepa con esos informes atrasados. Tengo a mi madre todo el día en la chepa con los deberes. Το αφεντικό μου με ζαλίζει για τις καθυστερημένες αναφορές. |
κάποτεlocución adverbial (στο μέλλον) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Algún día quizás la gente pueda vivir en planetas lejanos. Κάποτε οι άνθρωποι μπορεί να ζουν σε μακρινούς πλανήτες. |
όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Lo pedí hace semanas, así que debe estar llegando cualquier día de estos. Το έχω παραγγείλει εδώ και εβδομάδες. Λογικά, θα φτάσει όπου να' ναι. |
καθημερινά, κάθε μέραexpresión (fam) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me pone enferma tener que hacer lo mismo un día sí y otro también. |
μέρα-νύχταlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Edgar ha estado trabajando día y noche para dejar lista la casa. |
μέρα μεσημέρι(καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Estaban vendiendo drogas a plena luz del día. |
μέρα νύχτα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Trabajamos noche y día (or: día y noche) para cumplir con la fecha de entrega. |
τις προάλλεςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aún somos buenos amigos. Justo el otro día nos juntamos a tomar un café. |
νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωροlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los ingenieros trabajan las 24 horas del día para poder terminar el proyecto a tiempo. |
μέρα με τη μέραlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Su dolor disminuía día tras día a medida que sanaban sus heridas. |
μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνειlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es tan aburrido hacer lo mismo un día sí y el otro también. |
από την μία μέρα στην άλληlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El clima aquí es muy impredecible: cambia drásticamente día a día. |
ποτέ(ιδιωματισμός) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¡Estás soñando! ¡Lo vas a terminar cuando las ranas críen pelo! |
για πάντα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Llámala de una vez a ver si ya viene, o nos vamos a quedar aquí hasta el día del juicio. |
στην ημερήσια διάταξηlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El comité puso el asunto de la falta de aire acondicionado en orden del día para la reunión de verano. |
μια μέρα, κάποτεlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Algún día pienso viajar a Sudamérica. Me gustaría tener hijos algún día. Ελπίζω κάποτε να ταξιδέψω στη Νότιο Αμερική. Θα ήθελα να αποκτήσω παιδιά μια μέρα. |
ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hasta la fecha no he escuchado nada nuevo sobre el asunto. Μέχρι στιγμής δεν έχω ακούσει κάτι καινούριο για την κατάσταση. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει την πληρωμή σας. |
ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμήςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hasta el día de hoy no sabemos lo que pasó. |
όλη μέρα, όλη την ημέραlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ella ha estado practicando durante todo el día. Κάνει πρόβα όλη την ημέρα. |
όλη μέρα, όλη την ημέραlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Podría pasarme todo el día regando las plantas. Θα μπορούσα να ποτίζω τα λουλούδια όλη μέρα. Έκατσα στον ήλιο όλη μέρα και διάβαζα το βιβλίο μου. |
σε καθημερινή βάση, καθημερινάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi mamá me repetía día tras día que mirara a ambos lados de la calle antes de cruzar. |
ακόμα και τώραlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hasta el día de hoy hay gente que cree que el aterrizaje en la luna fue un fraude. |
μέρα παρά μέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La medicación debe tomarse cada dos días. Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται μέρα παρά μέρα. |
την επόμενη μέραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Al otro día apareció en mi puerta con un gran ramo de rosas. Την επόμενη ημέρα εμφανίστηκε στην πόρτα μου με ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα. |
εκείνη την ημέραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aquel día me enamoré. |
την επομένη, την επόμενη μέρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me gustó tanto la película que fui al cine al día siguiente y la vi otra vez. |
την ημέραlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los animales nocturnos, como los búhos, duermen durante el día y cazan durante la noche. Τα νυχτόβια ζώα, όπως οι κουκουβάγιες, κοιμούνται την ημέρα και κυνηγούν τη νύχτα. |
κατά τη διάρκεια της μέρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Será mejor que encontremos un refugio. Podemos seguir buscando mañana a la luz del día. |
κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμήlocución adverbial (αόριστα στο μέλλον) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Algún día te vas a arrepentir de esta insensata decisión que has tomado hoy. |
μέχρι σήμερα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hasta hoy, no oí una disculpa de sus labios. |
κάποτεlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Algún día seré rico. Κάποτε θα είμαι πλούσιος. |
μέσα στην εβδομάδαlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμουlocución adverbial (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από μέρα σε μέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κατά τη διάρκεια της μέραςlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αργά το απόγευμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Llegamos por la tarde, pero el personal del hotel fue muy amable. |
τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nadie escribe cartas a mano hoy en día. Cuesta creer que la esclavitud todavía se tolera hoy en día. Κανένας δε γράφει γράμματα τη σήμερον ημέρα (or: στις μέρες μας). Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι η σκλαβιά είναι ακόμη αποδεκτή στις μέρες μας. |
στο τέλος της ημέρας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Al terminar el día volvió a casa. Στο τέλος της ημέρας πήγε σπίτι. |
η υπομονή είναι αρετήexpresión |
δυο φορές την ημέραlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θα 'ρθει και σένα η σειρά σουexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλημέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Buenos días! ¡Hoy te has levantado muy temprano! Καλημέρα! Πρωί-πρωί σηκώθηκες σήμερα! |
Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιώνlocución interjectiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Feliz Día de Acción de Gracias! ¡Y no coman demasiado pavo! Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών! Μη φας πολλή γαλοπούλα! |
Καλή σου μέρα!(tú) (σε έναν) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Adiós, Ana. Que tengas un buen día. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο καταστηματάρχης με χαιρέτησε με ένα ευδιάθετο «Καλή σου μέρα»! |
καλή σου μέρα(formal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gracias por su compra, ¡que tenga un buen día! Ευχαριστώ που ψωνίσατε εδώ, καλή σας μέρα! Καλή σου μέρα, είπε καθώς έφευγα. |
Χρόνια πολλά!locución interjectiva (EE UU) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Χρόνια πολλά!locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλημέραlocución interjectiva (συνάντηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ανάληψηnombre propio masculino (religión) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Habrá un servicio vespertino especial el día de la Ascensión. Θα υπάρξει έκτατη απογευματινή λειτουργία την ημέρα της Αναλήψεως. |
καθημερινή(ημέρα της εβδομάδας πλην του σαββατοκύριακου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Siempre estoy en casa por la mañana los días de semana. |
Χαλοουίν(MX) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mucha gente en mi vecindario decora su casa para la Víspera del Día de Todos los Santos. Πολλοί στη γειτονιά στολίζουν τα σπίτια τους για το Χαλοουίν. |
ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία(τέλος του κόσμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Algunos grupos religiosos creen que el Día del Juicio llegará pronto. |
κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίας
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nick va al casino todos los días de pago. |
καύσωνας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Este va a ser otro día abrasador, así que bebe mucha agua. Θα έχει καύσωνα πάλι σήμερα, να πιεις πολύ νερό. |
καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία(θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El día del Juicio Final, Jesús juzgará todo lo que hemos hecho. |
ημέρα ανάπαυσης(θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El día de descanso para los judíos es el sabbat. |
ρεπό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He decidido tomarme el día libre para ir a visitar a mis abuelos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όχι, δεν μπορώ να έρθω σήμερα στο γραφείο. Έχω ρεπό! |
ημέρα των εκλογών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En el día de las elecciones, los comicios están abiertos de 7 de la mañana a 10 de la noche. |
όμορφη μέρα, ωραία μέραlocución nominal masculina William tuvo un buen día en las carreras y ganó una cantidad importante de dinero. Ο Γουίλιαμ πέρασε μια όμορφη μέρα στους αγώνες ταχύτητας, κερδίζοντας ένα σημαντικό ποσό. |
Πρωτομαγιά(festival de primavera) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Los niños celebran la Festividad de los Mayos en el colegio. |
ταμειακώς ενήμερο μέλος, ταμειακώς τακτοποιημένο μέλος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cualquier socio con la cuota al día puede nominar a un candidato o votar en las elecciones. Όλα τα ταμειακώς τακτοποιημένα μέλη μπορούν να προτείνουν υποψήφιους για την ανάληψη αξιώματος ή να ψηφίζουν στις εκλογές. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του días στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του días
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.