Τι σημαίνει το goes στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης goes στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του goes στο Αγγλικά.

Η λέξη goes στο Αγγλικά σημαίνει Γεωσταθερός Λειτουργικός Περιβαλλοντικός Δορυφόρος, Goes, γένος σκαθαριού, πηγαίνω, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, κινούμαι, φτάνω, πηγαίνω, οδηγώ, γίνομαι, -, θα κάνω κτ, έτοιμος, ολέ, ζωντάνια, προσπάθεια, δοκιμή, σειρά, πάω να κάνω κτ, λειτουργώ, φεύγω, είμαι, πωλούμαι, περνάω, περνώ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, κάνω, ισχύω, λέω, φεύγω, καταρρέω, χαλάω, χαλώ, πάω, πάω, πηγαίνω, διαιρούμαι, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, κάνω, στρέφομαι σε κπ, και όλα όσα συνεπάγεται, όλα επιτρέπονται, όσο γίνεται, εδώ είναι το τέρμα, όπως λέει ο σοφός λαός, σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα, καθώς περνά ο καιρός, πάμε, φύγαμε, πως πάει;, έτσι έχουν τα πράγματα, βλέπω πώς θα πάει, Έτσι είναι η ζωή., είναι αυτονόητο, έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα, Τις ει;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης goes

Γεωσταθερός Λειτουργικός Περιβαλλοντικός Δορυφόρος

noun (initialism (Geostationary Operational Environmental Satellite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Goes

noun (city in the Netherlands) (πόλη στην Ολλανδία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γένος σκαθαριού

noun (Beetle genus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω

intransitive verb (leave, depart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You'd better go. It's getting late.
Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά.

πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ

(proceed to, head for)

I'm going to London this summer. // Anne went to Italy for her holiday last year. // Robert goes to the market every Saturday morning.
Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά.

κινούμαι

intransitive verb (move along, advance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The train was going at top speed. Electricity goes along wires.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

φτάνω

intransitive verb (extend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our property goes all the way down to the river.
Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι.

πηγαίνω

intransitive verb (with adverb: turn out, pass)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wedding went very well, thank you.
Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ.

οδηγώ

(lead to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These stairs go to the attic.
Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα.

γίνομαι

intransitive verb (with adjective: become)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
I think I'm going crazy.
Νομίζω ότι καταντώ τρελός.

-

intransitive verb (with adjective: act in a given way) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They went crazy when they heard the news.
Αγρίεψαν μόλις άκουσαν τα νέα.

θα κάνω κτ

auxiliary verb (future) (μέλλοντας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jake is going to clean the bathroom later.
Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα.

έτοιμος

adjective (informal (ready)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All systems are go.

ολέ

interjection (cheering on a team, participant)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The fans were shouting "Go Steelers!"

ζωντάνια

noun (colloquial (energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's sure got a lot of go.

προσπάθεια, δοκιμή

noun (informal (try)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can I have a go?

σειρά

noun (informal (turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's your go. Here are the dice.

πάω να κάνω κτ

verbal expression (make a move to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jake went to brush a stray hair from Leah's cheek, but at that moment she turned away.

λειτουργώ

intransitive verb (function, perform)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This fan won't go.

φεύγω

intransitive verb (time: pass) (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Weekends go really fast.
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα.

είμαι

intransitive verb (tend to be)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As exams go, that wasn't too bad.

πωλούμαι

intransitive verb (be sold) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rare book will go quickly at auction.

περνάω, περνώ

intransitive verb (pass, fit, enter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couch just won't go through the door.

πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα

intransitive verb (informal, euphemism (relieve yourself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Excuse me. I've got to go. Is there a bathroom near here?

κάνω

intransitive verb (perform an action)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Go like this with your hands.

ισχύω

intransitive verb (be valid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Whatever Mike says, goes.

λέω

intransitive verb (informal (say)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Boys will be boys, as the saying goes.

φεύγω

intransitive verb (euphemism (die) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He went just after midnight, with his wife at his side.

καταρρέω

intransitive verb (informal (give way, collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There was so much snow the roof went.

χαλάω, χαλώ

intransitive verb (informal (stop working)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car engine went, so we had to walk home.

πάω

(be allotted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A quarter of their income goes to food.

πάω, πηγαίνω

(pass to [sb] in a will)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His house went to the elder son, its contents to the younger.

διαιρούμαι

(number: be divisor of)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How many times does six go into eighty-four?
Πόσες φορές διαιρεί το έξι το ογδόντα τέσσερα;

πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ

(be awarded to)

And the Oscar goes to Steve McQueen!

κάνω

phrasal verb, intransitive (resort: to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They went to great effort to get here on time.

στρέφομαι σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consult, ask a favor of)

When I need advice, I go to my rabbi.

και όλα όσα συνεπάγεται

adverb (and everything it entails)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She gave her sister a birthday party, with cake, ice cream, and all that goes with it.

όλα επιτρέπονται

verbal expression (dress, conduct: not restricted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όσο γίνεται

expression (to some extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This town is all right, as far as it goes, but there are probably better places to raise kids.

εδώ είναι το τέρμα

expression (the end, last stop)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Everyone get off the bus, this is as far as it goes!

όπως λέει ο σοφός λαός

adverb (as is commonly said)

As the saying goes, you can't have your cake and eat it, too!

σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα

expression (as has been said)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As the story goes, Hector was out of town when the bank was robbed.

καθώς περνά ο καιρός

expression (as circumstances change)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sometimes, as time goes by, people's interests and tastes change.

πάμε, φύγαμε

interjection (I'm going to begin [sth])

πως πάει;

expression (informal (how are you?) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hello, John - long time, no see! How goes it?

έτσι έχουν τα πράγματα

expression (informal (that is how things normally happen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω πώς θα πάει

expression (informal (see what happens after a while)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Έτσι είναι η ζωή.

expression (it is unavoidable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The train is late again? Well, so it goes.

είναι αυτονόητο

interjection (informal (that is self-evident)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
You always look lovely - that goes without saying.

έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα

interjection (informal (expressing philosophical acceptance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I didn't get the job, but that's how it goes sometimes. I know it isn't fair but that's just how it goes sometimes.
Δεν πήρα τη δουλειά αλλά έτσι είναι η ζωή. Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο αλλά έτσι είναι η ζωή.

Τις ει;

expression (command: state identity) (αρχαϊκός τύπος: στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του goes στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του goes

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.