Τι σημαίνει το gran στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gran στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gran στο ισπανικά.

Η λέξη gran στο ισπανικά σημαίνει σημαντικός, τεράστιος, μεγαλοπρεπής, μεγαλόπρεπος, επιβλητικός, φοβερός, τρομερός, απίστευτος, υψηλός, πολύς, ακριβώς, σημαντικός, απέραντος, αχανής, ατελείωτος, καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, ειλικρινής, καλός, ωραίος, -, ευρύς, εκτεταμένος, τεράστιος, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, μεγαλώνω, ψηλώνω, μεγάλος, αρκετά μεγάλος, μεγάλος, αρκετά μεγάλος, άρχοντας, ευγενής, κεφαλωτό οστό, μεγάλος, μεγάλου μεγέθους, πολύ μεγάλος, ανώριμος, τεράστιος, τεράστιος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, τεράστιος, υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος, μεγάλος, υψηλός, μεγάλος, μεγαλόσωμος, μεγάλος, σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα, μάξι, maxi, ογκώδης, ενήλικος, τεράστιος, γιγάντιος, γιγαντιαίος, εκτενής, ευρύς, τεράστιος, ενήλικος, που χάσκει, τεράστιος, ευγενής, ξακουστός, μεγάλος, ευρύχωρος, απλόχωρος, περιζήτητος, πολλοί, υπερβολικά, στόλος, είδος ιστιοφόρου, κατάστημα οικιακών ειδών, πολυάριθμος, εκτεταμένος, κολοσσός, αποφασιστικότητα, συντριπτική πλειοψηφία, πολύς, επιτυχία, μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγάλης κλίμακας, σε πραγματικό μέγεθος, πολυτελής, πάρα πολλοί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gran

σημαντικός, τεράστιος

adjetivo invariable

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Melville ha tenido una gran influencia en su obra.
Ο Μελβίλ είχε σημαντική επιρροή στα γραπτά του.

μεγαλοπρεπής, μεγαλόπρεπος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El gran hotel dominaba la silueta de la ciudad.
Το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο κυριαρχούσε στον ορίζοντα της πόλης.

επιβλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La gran catedral se cernía sobre la congregación.
Ο επιβλητικός καθεδρικός ορθωνόταν πάνω από το εκκλησίασμα.

φοβερός, τρομερός, απίστευτος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Muchas gracias; has sido una gran ayuda.
Σε ευχαριστώ πολύ· ήσουνα απίστευτη βοήθεια.

υψηλός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lily posee una gran inteligencia.
Η Λίλη διαθέτει υψηλή νοημοσύνη.

πολύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tienes una gran oportunidad para contactar con gente esta semana.

ακριβώς

(άρνηση: με ουσιαστικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No era un gran almuerzo, tan sólo algo para picar.
New: Δεν είμαι και πολύ καλός κηπουρός.

σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un gran productor en Hollywood.

απέραντος, αχανής, ατελείωτος

(geografía)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El explorador se dispuso a explorar el vasto desierto.
Οι εξερευνητές ξεκίνησαν να διασχίσουν την αχανή έρημο.

καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este año, los fuegos artificiales del 4 de julio fueron un verdadero espectáculo.
Φέτος, τα πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου ήταν εκπληκτικό θέαμα.

ειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλός, ωραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese fue un excelente tiro al marco.

-

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Es un buen perro ese que tienen cuidando la puerta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα περάσαμε απίθανα στην παμπ.

ευρύς, εκτεταμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tiene una amplia experiencia en leyes comerciales.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las nuevas leyes sobre el empleo tuvieron un enorme impacto en la economía.

μεγάλος

adjetivo de una sola terminación (μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ciudad cuenta con un estadio grande.
Η πόλη έχει ένα μεγάλο γήπεδο.

μεγάλος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un trillón es un número grande.
Το τρισεκατομμύριο είναι πολύ μεγάλος αριθμός.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi educación tiene una gran influencia en la forma en que veo la pobreza.
Η ανατροφή μου άσκησε μεγάλη επιρροή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω τη φτώχεια.

μεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quiere ser bombero cuando sea grande.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν μεγαλώσω, θέλω να οδηγώ μια Mercedes.

ψηλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Tú hermanito está muy grande ya!

μεγάλος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Compraron una casa grande.
Αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι.

αρκετά μεγάλος

Una parte grande de la indemnización fue para la familia de la víctima.

μεγάλος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρκετά μεγάλος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

άρχοντας, ευγενής

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κεφαλωτό οστό

μεγάλος

(αριθμός, πλήθος κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Había una gran muchedumbre del otro lado de la puerta.
Υπήρχε μεγάλο πλήθος έξω από την πόρτα.

μεγάλου μεγέθους

adjetivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Me gustaría comprar un automóvil grande para que haya espacio para toda la familia.
Θέλω να αγοράσω ένα αυτοκίνητο μεγάλου μεγέθους για να υπάρχει χώρος για όλη την οικογένειά μου.

πολύ μεγάλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él sentía gran afecto por las tierras altas de Escocia.
Έτρεφε πολύ δυνατή αγάπη για τα Χάιλαντς της Σκωτίας.

ανώριμος

(αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No es más que un niño grande que se ríe de sus propios chistes groseros.

τεράστιος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La fiesta fue un gran éxito.
Το πάρτι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su muerte fue un gran golpe para él.
Ο θάνατός της ήταν τεράστιο χτύπημα για αυτόν.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La novena sinfonía de Beethoven es una de las grandes piezas musicales de su época.
Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής του.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Churchill fue uno de los grandes líderes de Gran Bretaña.
Ο Τσόρτσιλ ήταν ένας από τους μεγάλους (or: σπουδαίους) ηγέτες της Βρετανίας.

τεράστιος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un tsunami es una gran ola a menudo ocasionada por un terremoto o un volcán.
Το τσουνάμι είναι ένα τεράστιο κύμα που προκαλείται συχνά από σεισμό ή ηφαίστειο.

υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος

adjetivo de una sola terminación (θαυμαστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue un gran discurso el que diste.
Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenía un busto grande.

υψηλός

adjetivo de una sola terminación (πιο επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El número de ratas en esta ciudad es demasiado grande.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El camión transportaba una carga grande.
Το φορτηγό μετέφερε βαρύ φορτίο.

μεγαλόσωμος

(ύψος και βάρος: μεγάλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mayoría de los jugadores profesionales de baloncesto son grandes.
Οι περισσότεροι επαγγελματίες είναι μεγαλόσωμοι.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El adicto murió de una gran dosis de heroína.

σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα

nombre común en cuanto al género

Es uno de los grandes de la Historia.

μάξι, maxi

adjetivo de una sola terminación (φούστα: μέχρι το πάτωμα)

Me encanta este estilo de vestido, pero ¿lo tienen en grande?
Μου αρέσει αυτή η γραμμή του φορέματος, αλλά υπάρχει σε μάξι (or: μακρύ);

ογκώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Resultaba difícil acarrear el voluminoso saco de libros.
Ο ογκώδης σάκος με τα βιβλία ήταν δύσκολο να κουβαληθεί.

ενήλικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenny es una mujer adulta y puede arreglárselas sola.
Η Τζένυ είναι μεγάλη γυναίκα και μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los jugadores de rugby suelen tener unos muslos tremendos. Hubo una explosión tremenda que destruyó la mitad de las casas de la calle.
Οι παίκτες του ράγκμπι συχνά έχουν τεράστιους μηρούς.

γιγάντιος, γιγαντιαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Mira las gigantescas nubes viniendo hacia aquí!

εκτενής, ευρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El autor claramente tiene un amplio conocimiento de la historia natural.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carol miró fijamente la vasta roca, sin saber si escalarla o si buscar un camino alrededor de ella.
Η Κάρολ κοιτούσε τον τεράστιο βράχο χωρίς να είναι σίγουρη εάν θα έπρεπε να τον σκαρφαλώσει ή να βρει έναν τρόπο να περάσει γύρω του.

ενήλικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cindy tiene tres hijos adultos.
Η Σίντυ έχει τρία ενήλικα παιδιά.

που χάσκει

(agujero) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los exploradores se pararon a la orilla del enorme cañón.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El conocimiento que tiene la profesora de su asignatura es vasto. El empresario solo estaba interesado en acumular vastas cantidades de dinero.
Η καθηγήτρια έχει τεράστια γνώση του αντικειμένου της.

ευγενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él está lleno de excelentes ideas.

ξακουστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Provenía de una buena familia.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La policía inició una enorme búsqueda para encontrar al fugitivo.

ευρύχωρος, απλόχωρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιζήτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hospedaje barato está siempre muy demandado aquí.

πολλοί

(generalmente plural)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

υπερβολικά

(πάρα πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estamos extremadamente agradecidos por todo lo que has hecho.

στόλος

(εμπορικών πλοίων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

είδος ιστιοφόρου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Las fragatas entraron en el puerto con las velas desplegadas.

κατάστημα οικιακών ειδών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολυάριθμος

(μεγάλος σε αριθμό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las razones para hacerlo son numerosas.
Οι αιτίες γι' αυτό είναι πολυάριθμες.

εκτεταμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El trabajo de este filósofo ofrece una teoría completa de la libertad personal.
Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία.

κολοσσός

(coloquial, figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hemingway fue uno de los monstruos de la literatura de su época.
Ο Χέμινγουεϊ ήταν ένας από τους κολοσσούς της λογοτεχνίας της εποχής του.

αποφασιστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συντριπτική πλειοψηφία

πολύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No necesitamos apresurarnos, tenemos mucho tiempo.

επιτυχία

(μεγάσλη απήχηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El teatro funcionaba gracias a donaciones de patrocinadores de gran corazón.

μεγάλης κλίμακας

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hubo una protesta a gran escala en contra de la guerra de Iraq en Washington DC.

σε πραγματικό μέγεθος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El artista se especializa en los retratos a gran escala.

πολυτελής

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάρα πολλοί

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Una gran cantidad de personas acabó viviendo en la calle tras el paso del huracán.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gran στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του gran

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.