Τι σημαίνει το s στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης s στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s στο Γαλλικά.
Η λέξη s στο Γαλλικά σημαίνει S, Ν, S, s, εαυτός, ΝΑ, σελήνιο, τον εαυτό τους, ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη, τον εαυτό του, ενδιαφέρομαι, ηλιόλουστος, μορφωμένος, παγωμένος, φολιδοειδής, λεπιοειδής, νιφαδωτός, επικείμενος, επερχόμενος, που γίνεται πιο έντονος, αδιάφορος, σε πίνακα, ανθισμένος, εξηγήσιμος, εξηγητός, εκφραστός, εκφράσιμος, καλοντυμένος, περιποιημένος, νευριασμένος,αγανακτησμένος, χρησιμοποιούμενος, επιβεβαιωμένος, έγκυρος, διαπιστωμένος, προβληματισμένος, που ξέρει κτ, δεν υπάρχει, εκτός λειτουργίας, επίκτητος, αυτοεπιβαλλόμενος, μισοτελειωμένος, ασυναίσθητα, ασυνείδητα, ανεξήγητα, παράδοξα, ορίστε, σπίτι, αποτέλεσμα, κραιπάλη, καπνοπώλης, κραιπάλη, φιλιά και χάδια, καυγάς, τσακωμός, καρφίτσα πέτου, γυάλινο δοχείο, γυάλινο βάζο, απογοήτευση, Η Αυτού Μεγαλειότης, αγορά φθηνού εισιτηρίου προπληρωμένου αρκετό καιρό πριν, Levi's, είσοδος/έξοδος, το να κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά, υπόψιν, εναντίον, υπόψιν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης s
S(taille de vêtement) (συντομογραφία: small) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le tee-shirt existe en S, M, L et XL. Το πουκάμισο βγαίνει σε S, M, L και XL. |
Ν(rose des vents, boussole) (συντομογραφία: Νότος) (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Les instructions disent de commencer par trouver où se trouve le sud. Οι οδηγίες λένε να ξεκινήσουμε εντοπίζοντας τον Ν. |
S, snom masculin invariable (lettre de l'alphabet) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Est-ce qu'il y a un s ou deux dans « dessécher » ? Η λέξη «desiccate» έχει ένα ή δύο S; |
εαυτός
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στα τελευταία στάδια της αρρώστιας της κατέληξε να μιλάει στον εαυτό της. |
ΝΑ(sud-est : rose des sables, boussole) (σντμ: νοτιοανατολικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tim a marqué SE sur la carte. |
σελήνιοabréviation (sélénium) (χημεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τον εαυτό τουςpronom (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils se sont servis directement au buffet. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτοτραυματίστηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη. |
ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils se soutiennent toujours quand les choses vont mal. Πάντα βοηθά ο ένας τον άλλο, όταν δυσκολεύουν τα πράγματα. |
τον εαυτό τουpronom (réfléchi) (άντρας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Personne ne devrait se considérer comme parfait. |
ενδιαφέρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle est très impliquée dans la gestion de l'école. Ασχολείται πολύ με τη διοίκηση του σχολείου. |
ηλιόλουστος(journée) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous n'avons pas encore eu de journée ensoleillée ce mois-ci, seulement des nuages et de la pluie. Έχει λιακάδα σήμερα οπότε θα δουλέψω στον κήπο. |
μορφωμένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Larry est un homme éclairé et son opinion compte. Ο Λάρυ είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος και η γνώμη του μετρά. |
παγωμένος(eau) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Κάνει ψόφο εδώ τον Φεβρουάριο. |
φολιδοειδής, λεπιοειδής, νιφαδωτός(ουσία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επικείμενος, επερχόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le débat imminent est couvert en détail par la presse du jour. Η επικείμενη αντιπαράθεση καλύπτεται με λεπτομέρειες σε όλες τις σημερινές εφημερίδες. |
που γίνεται πιο έντονος(intérêt, sentiment...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les lettres du couple révèle leur amour croissant. |
αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε πίνακα(tables ou tableaux) (διάταξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανθισμένος(vieilli) (έχει άνθη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξηγήσιμος, εξηγητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκφραστός, εκφράσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλοντυμένος, περιποιημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mais pourquoi est-ce que tu es tout apprêté comme ça ? Tu vas à une fête ? Γιατί τόσο καλοντυμένος; Γίνεται κάποιο πάρτι; |
νευριασμένος,αγανακτησμένοςverbe pronominal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il s’est énervé quand je lui ai suggéré que peut-être il se trompait peut-être. |
χρησιμοποιούμενοςverbe pronominal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ça ne s'utilise plus du tout, cette expression ! |
επιβεβαιωμένος, έγκυρος, διαπιστωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προβληματισμένος(ανησυχία) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που ξέρει κτ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν υπάρχει(sans objet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Συμπλήρωσα το δελτίο απογραφής με την απάντηση Δεν Ισχύει, εφόσον δεν έμενα σε εκείνο το σπίτι. |
εκτός λειτουργίαςadjectif (souvent fam) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une feuille portant les lettres "H.S." était scotchée sur la machine à café, mais je ne m'en étais pas rendu compte. |
επίκτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το να ρίχνεις μια ματιά σε ένα κείμενο για να πιάσεις το γενικό νόημα είναι ικανότητα μαθαίνεται. |
αυτοεπιβαλλόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μισοτελειωμένος(κάτι λείπει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυναίσθητα, ασυνείδητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Inconsciemment, elle faisait tourner sa bague de mariée autour de son doigt en parlant. |
ανεξήγητα, παράδοξα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ορίστε
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Était-ce vous qui aviez commandé le steak, Monsieur ? Voilà. |
σπίτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a trois salles de bains dans leur nouvelle maison. Το καινούριο τους σπίτι έχει τρία μπάνια. |
αποτέλεσμαnom masculin (Sports, Jeux) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) À la mi-temps, le score était de quarante à trente-huit. Έχασα την αρχή του αγώνα; Πόσο είναι το σκορ; |
κραιπάλη(populaire) (μτφ: πολύ φαγητό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai souvent tendance à me faire un gueuleton tard le soir en me disant que je vais démarrer un régime le lendemain matin. Συχνά έχω λαιμαργία αργά το βράδυ και λέω στον εαυτό μου πως θα ξεκινήσω δίαιτα το πρωί. |
καπνοπώλης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κραιπάλη(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι φίλοι μου και εγώ πλακωθήκαμε στις πίτσες και τα παγωτά. |
φιλιά και χάδια(populaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καυγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Marie ne parle plus à Sarah, elles ont eu une dispute. |
καρφίτσα πέτουnom masculin invariable (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Certains Américains décident de montrer leur patriotisme en portant un drapeau américain en pin's. |
γυάλινο δοχείο, γυάλινο βάζο(για φαγητό) |
απογοήτευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Η Αυτού Μεγαλειότηςabréviation (Sa Majesté) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγορά φθηνού εισιτηρίου προπληρωμένου αρκετό καιρό πριν(train, avion) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Levi'snom masculin (® : jeans) (μάρκα τζην) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
είσοδος/έξοδος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το να κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά(anglicisme, néologisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπόψιν(correspondance) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Envoyez le paquet « chez Jeremy Walters », s'il vous plaît. |
εναντίον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous manifestions contre la loi anti-immigration. |
υπόψιν(sur une enveloppe) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu peux envoyer une lettre chez ma mère : elle me la fera parvenir. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του s
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.