Τι σημαίνει το todos στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης todos στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του todos στο ισπανικά.
Η λέξη todos στο ισπανικά σημαίνει όλος, κάθε, όλοι, σύνολο, όλος, σύνολο, όλος, όλος, όλος, όλα, κάθε, όλος, ολόκληρος, κάθε, εντελώς, παντελώς, όλα, αρχή και τέλος, όλο το πακέτο, καθετί, όλα, συνολικότητα, το οποίο, το παν, το παν, -, ολόκληρος, όλος, ιν, τέρμα, ολόκληρος, όλος, κατά τη διάρκεια, όλος, ολόκληρος, ο καλύτερός μου εαυτός, ολόψυχος, όλα σε ένα, παντογνώστης, ολόψυχα, παιδί για όλες τις δουλειές, απογοήτευση, μοιάζω με, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, ασύγκριτος, μοναδικός, ειδικά, κατ' αρχήν, ασυγκράτητα, τα θαλασσώνω, πολυτάλαντος, πάντα, ξαλαφρώνω, πρώτα, κυρίως, κυρίως, πρωτίστως, εθνικά, όλοι, ζωή, ενέργεια εξισορρόπησης, επικίνδυνος, εντελώς, απολύτως, ολοήμερος, ολόκληρος, πλήρης, που περιλαμβάνεται, all-inclusive, για όλες τις χρήσεις, όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός, κάθε είδους, κάθε λογής, κάθε είδους, κάθε λογής, πολύ καλός, πανέτοιμος, για, όλος αυτιά, ποικίλος, πολυειδής, ολοήμερος, με όλα πληρωμένα, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, παντός καιρού, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, στη μέση, ανεξέλεγκτος, απεριόριστος, σκοτίζω, ζαλίζω, πληρωμένος, εξοφλημένος, χοντρόπετσος, διάσημος, γνωστός, παγκοσμίως γνωστός, κάθε είδους, ανοιχτός σε όλους, που βλέπει τα πάντα, δυνατά, κοινώς, ευρέως γνωστός, αν και, πάνω από όλα, εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά, εξαρχής, από την αρχή, παντελώς, εντελώς, τελείως, ολότελα, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά, κάθε άλλο παρά, από όλες τις απόψεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης todos
όλοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Derramó toda la sopa en el suelo. Έχυσε όλη τη σούπα στο πάτωμα. |
κάθεadjetivo (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Les dimos todas las posibilidades de disculparse. Τους δώσαμε κάθε δυνατή ευκαιρία να ζητήσουν συγγνώμη. |
όλοιadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Todos estos libros tienen que venderse. Πρέπει να πουληθούν όλα αυτά τα βιβλία. |
σύνολο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Toda la empresa estará allí para la ceremonia. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ολάκερο το χωρίο πήγε στην εκκλησία. |
όλος(σύνολο: χρόνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He estado esperando toda la tarde. Περιμένω όλο το απόγευμα. |
σύνολοnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El todo es más que la suma de sus partes. Το σύνολο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του. |
όλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Él roncó durante toda la obra. Ροχάλιζε σε όλη την παράσταση. |
όλοςpronombre (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alguien se comió todos los chocolates. Κάποιος έφαγε όλες τις σοκολάτες. |
όλοςpronombre (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me gasté todo el dinero. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όλοι οι συμμαθητές του πήγαν στο πάρτι. |
όλαpronombre (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es medianoche y todo está tranquilo. Είναι μεσάνυχτα και τα πάντα είναι ήσυχα. |
κάθε(ένας ξεχωριστά) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Cada niño debe aprender a leer. Όλα τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διαβάζουν. |
όλος, ολόκληρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hemos pagado el importe total. Πληρώσαμε το συνολικό ποσό. |
κάθε(negación) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sin ninguna duda, ella es la mejor empleada que tenemos. Πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι η καλύτερη υπάλληλος που έχουμε. |
εντελώς, παντελώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Él entró completamente cubierto de lodo. Ήρθε εντελώς (or: παντελώς) καλυμμένος από λάσπη. |
όλαnombre masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tuve que comprar todo para conseguir el sombrero verde. |
αρχή και τέλος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eso es todo, no voy a seguir discutiendo. |
όλο το πακέτο(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No iba a comer nada más por el resto del día así que fui por todo: salchichas, panceta, huevos fritos, champiñones, y tomates. |
καθετίpronombre (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Este negocio tiene todo en ropa y equipo deportivo. |
όλαpronombre (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Todo salió mal. Τα πάντα πήγαν στραβά. |
συνολικότητα(όλος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fue profesor durante toda su carrera. |
το οποίο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Greg le robó el bolso a su hermana y le mintió a sus padres, todo indica que no puedes confiar en él. |
το πανnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La ubicación lo es todo cuando se compra una casa. Η τοποθεσία είναι το παν για την αγορά ενός σπιτιού. |
το πανnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amo a mi esposa. Ella es todo para mí. Αγαπώ τη γυναίκα μου. Είναι το παν για μένα! |
-adjetivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Deberías echarle un vistazo a todo el informe antes de firmarlo. Πρέπει να ελέγξεις την αναφορά πριν την υπογράψεις. |
ολόκληρος, όλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toda la audiencia se levantó para aplaudir. Ολόκληρο (or: Όλο) το κοινό σηκώθηκε για να χειροκροτήσει. |
ινadjetivo (coloquial) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τέρμαadverbio (náutica) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ve todo a babor y asegúrate de que todo esté bien. |
ολόκληρος, όλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se comió una manzana entera. Έφαγε ολόκληρο (or: όλο) το μήλο. |
κατά τη διάρκεια
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Estuve escribiendo correos electrónicos durante la tarde. Έγραφα email όλο το βράδυ. |
όλος, ολόκληροςlocución adverbial (διάρκεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jugamos a las cartas durante todo el trayecto hasta París. Παίζαμε χαρτιά σε όλη (or: ολόκληρη) τη διαδρομή μέχρι το Παρίσι. |
ο καλύτερός μου εαυτός(δίνω) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo entregó todo de sí. Αν και δεν κέρδισε τον αγώνα, είμαι περήφανος για την κόρη μου γιατί ξέρω πως έβαλε τα δυνατά της. |
ολόψυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όλα σε ένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi impresora es multifunción, imprime, escanea y fotocopia. |
παντογνώστης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El cura me dijo que Dios es omnisciente. |
ολόψυχα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estoy totalmente de acuerdo con Susan. |
παιδί για όλες τις δουλειές(ES) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mi padre era un verdadero manitas: era capaz de arreglar cualquier cosa. |
απογοήτευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μοιάζω με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Pareces una mujer enamorada! |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(comida) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chris devoraba su comida con apetito. |
ασύγκριτος, μοναδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este restaurante tiene un tiramisú único. |
ειδικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Todos los niños disfrutaron el cuento de hadas, especialmente Verónica, que quería ser escritora cuando creciera. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όλα τα παιδιά διασκέδασαν με το παραμύθι, και ειδικά τα κορίτσια. |
κατ' αρχήν
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) "Nuestra prioridad" dijo el vocero de la policía "es primariamente asegurar la seguridad de los rehenes". «Προτεραιότητά μας είναι να διασφαλίσουμε κατ' αρχήν την ασφάλεια των ομήρων», είπε ο εκπρόσωπος της αστυνομίας. |
ασυγκράτητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τα θαλασσώνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο καινούργιος τα θαλάσσωσε με το πρότζεκτ. Θα πρέπει να το ξανακάνω από την αρχή. |
πολυτάλαντος(figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Joe se ha convertido en un jugador todoterreno para el equipo de baloncesto. Ο Τζο έχει εξελιχθεί σε πολυτάλαντο παίκτη για την ομάδα μπάσκετ. |
πάντα(αν είναι ανάγκη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Siempre tienes la alternativa de tomar el tren si tu coche está averiado. Αν το αυτοκίνητό σου δε δουλεύει, μπορείς πάντα να πάρεις το τρένο. |
ξαλαφρώνω(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Realmente necesito confesar después de guardar este secreto por tanto tiempo. |
πρώτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo que tenemos que hacer primero es encontrar un sitio donde quedarnos. Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε. |
κυρίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El problema radica principalmente en el proceso. Το πρόβλημα αφορά κυρίως τη διαδικασία. |
κυρίως, πρωτίστως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Como organización benéfica, nos centramos principalmente en mejorar el bienestar de los animales. |
εθνικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όλοι
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωή(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quiero a mi niño. Es mi vida. Λατρεύω τον γιο μου. Είναι όλη μου η ζωή. |
ενέργεια εξισορρόπησης(figurado) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επικίνδυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εντελώς, απολύτως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ολοήμεροςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολόκληρος, πλήρηςlocución adjetiva (για ημέρα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που περιλαμβάνεταιlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El crucero viene con todo incluido: camarote, comidas y entretenimiento. |
all-inclusivelocución adjetiva (για διακοπές, διαμονή κλπ) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La mayoría de los cruceros son con todo incluido, excepto las excursiones en las escalas. |
για όλες τις χρήσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Zingo es un poderoso limpiador multiusos (or: multiuso) para los pisos, las paredes y los techos. |
όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστόςlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es una buena traducción pero la elección de esa palabra no está del todo bien. |
κάθε είδους, κάθε λογής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A mis comederos vienen pájaros de toda clase. |
κάθε είδους, κάθε λογής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La tienda vende pasteles de toda clase. |
πολύ καλός
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Jackie era toda una bailarina cuando era joven. |
πανέτοιμος(coloquial) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Empaqué todo lo que podría necesitar, estoy preparado para lo que venga. |
για
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Quiero que me cuentes todo sobre tu viaje. Θέλω να ακούσω τα πάντα σχετικά με το ταξίδι σου. |
όλος αυτιάlocución adjetiva Contame todo lo que te dijo; ¡soy toda oídos! |
ποικίλος, πολυειδήςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Plantaré toda clase de flores esta primavera para ver cuál sobrevive. |
ολοήμεροςlocución adjetiva (coloquial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Salieron muy temprano, porque era un casamiento de todo el día. |
με όλα πληρωμένα, με όλα τα έξοδα πληρωμένα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se ganó un viaje de una semana a Hawái, todo incluido. Ο Τζέοφ κέρδισε ένα ταξίδι στη Χαβάη με όλα τα έξοδα πληρωμένα! Τυχεράκιας! |
παντός καιρού
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este invierno me he comprado 4 ruedas nuevas para toda temporada para mi coche. |
καθ' όλη τη διάρκεια του έτουςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Llevamos un registro de los consumos de todo el año. |
στη μέση(για εμπόδια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Has dejado el coche en todo el medio y no puedo pasar. |
ανεξέλεγκτος, απεριόριστοςnombre masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me dijo que nadie hace caso de las reglas que esto es el vale todo... siendo así, que se vayan preparando porque los voy a aplastar a todos. |
σκοτίζω, ζαλίζωlocución verbal (ES, coloquial) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo al jefe todo el día en la chepa con esos informes atrasados. Tengo a mi madre todo el día en la chepa con los deberes. Το αφεντικό μου με ζαλίζει για τις καθυστερημένες αναφορές. |
πληρωμένος, εξοφλημένοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es tele estupenda, pero no está pagada del todo. |
χοντρόπετσοςlocución verbal (coloquial) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tiene que resbalarle todo para soportar tantas críticas. |
διάσημος, γνωστόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las anchoas no le gustan a todo el mundo. Οι αντσούγιες δεν είναι γνωστές σε πολλούς ανθρώπους. Η Τρίσια είναι διάσημη με όλους τους συμμαθητές της, |
παγκοσμίως γνωστόςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Ámsterdam es mundialmente famosa por sus canales y sus coffee shops. |
κάθε είδουςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) El zoológico tiene todo tipo de animales. |
ανοιχτός σε όλουςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που βλέπει τα πάνταlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δυνατά(sonido) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Tienes que escuchar esa horrible música a todo volumen? Πρέπει να παίζεις αυτή την απαίσια μουσική τόσο δυνατά; |
κοινώς, ευρέως γνωστός
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αν και
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάνω από όλαlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me gustaron todas, pero sobre todo la última. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Λουίζ θέλει να γίνει νοσοκόμα πάνω από όλα. |
εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Después de todo, no son tan feos estos caramelos de menta. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εν τέλει κανείς άλλος εκτός από τον ασθενή δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί τη θεραπεία. |
εξαρχής, από την αρχήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Todo el tiempo supo que su marido la engañaba. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γνώριζε για το πάρτι έκπληξη από την αρχή. |
παντελώς, εντελώς, τελείως, ολότελαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Andrés estaba intentando derrotar a su oponente con todo. |
και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tuve que llenar un formulario con mi nombre, dirección y demás. |
κάθε άλλο παράlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Su nueva novela es de todo menos aburrida. Κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι το βιβλίο του. |
από όλες τις απόψεις(μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los barcos cumplen la nueva regulación en todos los sentidos. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του todos στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του todos
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.