Τι σημαίνει το got στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης got στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του got στο Αγγλικά.

Η λέξη got στο Αγγλικά σημαίνει παίρνω, παίρνω, κολλάω, κολλώ, φέρνω, κάνω, φτάνω, καταλαβαίνω, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, γίνομαι, στρίβε, ξεκινάω, αρχίζω, ετοιμάζω, παίρνω, παίρνω, πάω κτ για κτ, τραβάω, τραβώ, βρίσκω, ακούω, τρώω, συγκινώ, βρίσκω, εκδικούμαι, ενοχλώ, πιάνω, χαλάω, χαλώ, πρέπει, ταξιδεύω, περπατάω, εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω, πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά, προσπερνάω, προσπερνώ, αποκτώ το πλεονέκτημα, περνάω, ξεπερνάω, βάζω στην άκρη, τα πάω καλά, τα καταφέρνω, προοδεύω, προχωρώ, φεύγω, τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με, τα βγάζω πέρα χωρίς, ταξιδεύω, κινούμαι, αποφεύγω, κυκλοφορώ, μαθαίνομαι, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω χρόνο, υπονοώ, εννοώ, τα βάζω με κπ, επηρεάζω, ξεφεύγω, ξεφεύγω, φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, την γλυτώνω, την βγάζω καθαρή, ξαναπάω, παίρνω πίσω, εκδικούμαι, ανταποδίδω, εκδικούμαι κπ για κτ, επιστρέφω, συνεχίζω, αγχώνομαι, εντελώς, τελείως, τρώω ξύλο, τις τρώω, θέλω να εκδικηθώ κάποιον, λαμβάνω θερμό χειροκρότημα, πιάνω κπ, φέρνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, τα καταφέρνω με κτ, αποδέχομαι, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός, σχηματίζω ουρά, συμμορφώνομαι, ταιριάζω, προσανατολίζομαι, παθαίνω ζημιά, δέχομαι αρνητική κριτική, αλλάζει η τύχη μου, μου δίνεται μια ευκαιρία, παίρνω τη δόση μου, παίρνω μια ιδέα, βρίσκω πάτημα για το πόδι μου, κατοχυρώνομαι, εδραιώνομαι, ρίχνω μια ματιά, συνέρχομαι, συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε, αρχίζω να καταλαβαίνω, κουρεύομαι, καταλαβαίνω, πιάνω, βρίσκω δουλειά, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, παίρνω το πάνω χέρι, άντε ρε κακομοίρη, Δες το/τον/την!, παίρνω δάνειο, προλαβαίνω να κάνω κτ, κάνω γρήγορα, παίρνω απάντηση, παίρνω απάντηση, τσιγκλάω, παίρνω μια ιδέα από κτ, παθαίνω σοκ, με τινάζει το ρεύμα, τρώω ξύλο, κατατροπώνομαι, μυρίζω, μυρίζομαι, αρθρώνω λέξη, καλύπτω, περνάω, ξεπερνάω, γνωρίζομαι, γνωρίζομαι με κπ, εξοικειώνομαι με κτ, προτρέχω, πιάνω, βρίσκω, Άντε από δω!, Άντε από δω!, τα ακούω, θυμώνω, νευριάζω, πετυχαίνω τα πάντα, αποφεύγω να κάνω κτ, φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε, τη βγάζω καθαρή, ξαναβρίσκω τη φόρμα μου, ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης got

παίρνω

transitive verb (informal (obtain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to get some beer somewhere. I got a good mark for my essay.
Πρέπει να πάρουμε μπίρα από κάπου. Πήρα καλό βαθμό για την έκθεσή μου.

παίρνω

transitive verb (informal (receive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you get the message I sent you?
Πήρες το μήνυμα που σου έστειλα;

κολλάω, κολλώ

transitive verb (informal (illness: catch) (μτφ, καθομ: αρρώστια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He got the flu and had to stay at home.
Κόλλησε γρίπη και αναγκάστηκε να μείνει σπίτι.

φέρνω

transitive verb (informal (fetch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll get another plate for you.
Θα σου φέρω άλλο ένα πιάτο.

κάνω

transitive verb (informal (persuade) (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I got him to give me a pay rise.
Τον τούμπαρα να μου δώσει αύξηση.

φτάνω

intransitive verb (informal (arrive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When will we get there?
Πότε θα φτάσουμε;

καταλαβαίνω

transitive verb (informal (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you get what I'm saying?
Πιάνεις τι λέω;

έχω την ευκαιρία να κάνω κτ

verbal expression (informal (have the opportunity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I get to go to Paris this summer.
Έχω την ευκαιρία να πάω στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι.

γίνομαι

intransitive verb (informal (become)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Andy got better once he took the medicine. Nancy got annoyed when the car wouldn't start.

στρίβε

intransitive verb (US, slang (go away) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Get! You dumb animal.

ξεκινάω, αρχίζω

intransitive verb (informal (start)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's get painting, before it's too dark for us to see what we're doing.
Ας ξεκινήσουμε (or: αρχίσουμε) να ζωγραφίζουμε πριν σκοτεινιάσει πολύ και δεν βλέπουμε τι κάνουμε.

ετοιμάζω

transitive verb (informal (prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll get dinner if you lay the table.

παίρνω

transitive verb (informal (earn, win)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I got an A in Spanish.

παίρνω

transitive verb (informal (buy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm just going to get some more milk.
Πάω να πάρω λίγο γάλα ακόμα.

πάω κτ για κτ

transitive verb (informal (arrange or cause to have)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I need to get my car fixed.
Πρέπει να πάω το αυτοκίνητό μου για φτιάξιμο.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (informal (attract) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She always gets all the attention.

βρίσκω

transitive verb (informal (reach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can get me by telephone or e-mail.

ακούω

transitive verb (informal (hear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sorry, I didn't get that. What did you say?
Συγγνώμη, δεν το άκουσα. Τι είπες;

τρώω

transitive verb (informal (receive as punishment) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He got 10 years for armed robbery.

συγκινώ

transitive verb (informal (touch emotionally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That film gets me every time.

βρίσκω

transitive verb (informal (hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bullet got him in the stomach.

εκδικούμαι

transitive verb (informal (have revenge on)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll get you for that!

ενοχλώ

transitive verb (informal (bother)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What gets me about the film is why he never comes back.

πιάνω

transitive verb (informal (capture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police got him in the end.

χαλάω, χαλώ

transitive verb (informal (ruin, destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rust got my car.

πρέπει

transitive verb (informal (must) (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I have got to leave now.

ταξιδεύω

phrasal verb, intransitive (informal (travel frequently or widely)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paris yesterday, Sydney next week; you really get about, don't you!

περπατάω

phrasal verb, intransitive (informal (walk, move around)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Though 98 years old, my grandfather still gets about like he was half that age.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρά το ατύχημα της, η γιαγιά μου κυκλοφορεί κανονικότατα.

εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (convey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tried to get his point across but it was so convoluted, no one could understand.
Προσπάθησε να εκφράσει την άποψή του, ήταν όμως τόσο μπερδεμένη που κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει.

πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά

phrasal verb, intransitive (figurative (be successful) (γίνομαι επιτυχημένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In order to get ahead in business, you need to be assertive.
Στη δουλειά για να προκόψεις πρέπει να είσαι αποφασιστικός.

προσπερνάω, προσπερνώ

(overtake)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He ran faster and got ahead of his sister just as they reached the car.
Έτρεξε γρηγορότερα και πέρασε την αδερφή του τη στιγμή που έφτασαν στο αυτοκίνητο.

αποκτώ το πλεονέκτημα

phrasal verb, intransitive (figurative (gain advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company got ahead by adopting a new business model.
Η εταιρεία πήρε το προβάδισμα υιοθετώντας ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο.

περνάω, ξεπερνάω

(figurative (be more successful) (σε επιτυχία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The firm developed a multimedia game system that allowed it to get ahead of its rivals.
Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της.

βάζω στην άκρη

phrasal verb, intransitive (US, informal, figurative (save money)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα πάω καλά

phrasal verb, intransitive (informal (be friends)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My friends and I get along very well.
Οι φίλοι μου κι εγώ τα πάμε πολύ καλά.

τα καταφέρνω

phrasal verb, intransitive (informal (cope)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After she went blind, it took her a long time to learn how to get along without vision.

προοδεύω, προχωρώ

phrasal verb, intransitive (informal (progress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In my profession, you aren't going to get along without the support and help of more experienced people.
Στο επάγγελμά μου δεν πρόκειται να πας μπροστά χωρίς τη στήριξη και βοήθεια άλλων πιο έμπειρων.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have to get along now; it's been nice chatting to you.

τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με

phrasal verb, transitive, inseparable (be friends)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I get along very well with my mother-in-law.
Τα πηγαίνω πολύ καλά με την πεθερά μου.

τα βγάζω πέρα χωρίς

phrasal verb, transitive, inseparable (not need) (δεν χρειάζομαι, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can get along without luxuries in this economy.

ταξιδεύω

phrasal verb, intransitive (informal (travel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I certainly get around in my job. This year, I've travelled to Korea, Australia and South Africa.
Σίγουρα ταξιδεύω στη δουλειά μου. Φέτος πήγα στην Κορέα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική.

κινούμαι

phrasal verb, intransitive (move about)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His arthritis makes it difficult for him to get around.
Η αρθρίτιδα τον δυσκολεύει στο να μετακινείται.

αποφεύγω

phrasal verb, transitive, inseparable (circumvent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't get around the problem by pretending it doesn't exist.
Δεν μπορείς ν' αποφύγεις το πρόβλημα προσποιούμενος πως δεν υπάρχει.

κυκλοφορώ, μαθαίνομαι

phrasal verb, intransitive (informal (circulate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When word got around that she was baking cookies, all the children appeared at her door.
Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της.

βρίσκω χρόνο για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (find time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bill eventually got round to the washing-up.

βρίσκω χρόνο

phrasal verb, transitive, inseparable (find time) (να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of these days, I will get around to making the trip to Paris.

υπονοώ, εννοώ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (intend to say, imply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't understand what you are getting at.
Δεν καταλαβαίνω πού το πας.

τα βάζω με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (target for criticism) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I hate him; he's always getting at me.
Τον μισώ, συνεχώς μου την μπαίνει.

επηρεάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (influence illegally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All the evidence is against us; we'll have to see if we can get at the jury.
Όλες οι αποδείξεις είναι εναντίον μας, πρέπει να δούμε αν θα μπορέσουμε να επηρεάσουμε τους ένορκους.

ξεφεύγω

phrasal verb, intransitive (escape)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was almost mugged but I managed to get away.
Σχεδόν με λήστεψαν, αλλά κατάφερα να ξεφύγω.

ξεφεύγω

phrasal verb, intransitive (informal (go on holiday) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have been working late all week and need to get away this weekend.
Δούλευα μέχρι αργά όλη την εβδομάδα και έχω ανάγκη να ξεφύγω αυτό το σαββατοκύριακο.

φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (escape: [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How did you manage to get away from your captors?
Πως κατάφερες να ξεφύγεις (or: δραπετεύσεις) από αυτούς που σε κρατούσαν αιχμάλωτο;

αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (place: leave)

It's great to get away from London sometimes.

την γλυτώνω, την βγάζω καθαρή

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (not be punished)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The murderer got away with his hideous crime.

ξαναπάω

phrasal verb, intransitive (informal (return)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I visited my Aunt in Greece last year and I can't wait to get back!
Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω.

παίρνω πίσω

phrasal verb, transitive, separable (have [sth] returned)

I took my watch to be repaired and I get it back on Tuesday.
Πήγα το ρολόι μου για επισκευή και θα το πάρω πίσω την Τρίτη.

εκδικούμαι, ανταποδίδω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (take revenge on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To get back at him, she had an affair with his brother.
Για να τον εκδικηθεί, τα έφτιαξε με τον αδερφό του.

εκδικούμαι κπ για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (take revenge on)

επιστρέφω, συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (resume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'd love to talk more but I have to get back to my work now.
Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου.

αγχώνομαι

(become worried)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is normal to get anxious before an exam.

εντελώς, τελείως

expression (US (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
What? That's silly as all get out! You can't grow bananas in the desert.

τρώω ξύλο, τις τρώω

verbal expression (be beaten, damaged) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέλω να εκδικηθώ κάποιον

verbal expression (informal (want revenge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She has been out to get me ever since she learned that I was dating her ex-boyfriend.

λαμβάνω θερμό χειροκρότημα

verbal expression (receive enthusiastic applause)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνω κπ

verbal expression (informal, figurative (understand what [sb] means) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω

verbal expression (informal (fetch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you want it come and get it, but you better hurry 'cause it's goin' fast.

καταλαβαίνω, κατανοώ

verbal expression (informal, figurative (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
One must read a work of philosophy several times in order to come to grips with it.
Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει.

τα καταφέρνω με κτ

verbal expression (informal, figurative (master)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I had finally come to grips with algebra, I began to learn calculus.

αποδέχομαι

verbal expression (informal, figurative (deal with, accept)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was difficult to come to grips with my parents' tragic deaths.

προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός

adjective (informal (affable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim is a friendly guy who is easy to get along with.

σχηματίζω ουρά

verbal expression (people: line up)

συμμορφώνομαι

verbal expression (figurative (person: conform to rule, authority)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταιριάζω

verbal expression (figurative (idea, etc.: fit, comply)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσανατολίζομαι

verbal expression (orient yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In the dark forest, the search party had trouble getting their bearings.

παθαίνω ζημιά

verbal expression (be beaten, damaged)

Our garden shed took a battering in the hurricane.

δέχομαι αρνητική κριτική

verbal expression (figurative (suffer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The film got a battering from critics.

αλλάζει η τύχη μου

verbal expression (have good luck)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After losing my job and my marriage, I think it must be my turn to catch a break now.

μου δίνεται μια ευκαιρία

verbal expression (receive a wanted opportunity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The actor finally got a break when he was cast in a popular TV show.

παίρνω τη δόση μου

verbal expression (slang (take drug) (ναρκωτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People addicted to street drugs will do just about anything to get a fix.

παίρνω μια ιδέα

verbal expression (slang (ascertain) (ιδέα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I talked to several people to get a fix on what actually happened.

βρίσκω πάτημα για το πόδι μου

verbal expression (when climbing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After falling halfway down he was able to get a foothold and begin climbing again.

κατοχυρώνομαι, εδραιώνομαι

verbal expression (figurative (establish yourself) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She got a foothold in the theatrical world when, as an understudy, the leading lady fell ill.

ρίχνω μια ματιά

verbal expression (catch sight of briefly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The fans crowded around the door to get a glimpse of the athletes leaving the stadium.

συνέρχομαι

verbal expression (figurative, slang (regain self-control) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's time to stop panicking and get a grip. He's too nervous; he needs to get a grip.
Είναι καιρός να σταματήσω να πανικοβάλλομαι και να συνέλθω. Είναι τόσο αγχωμένος. Πρέπει να συνέρθει.

συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε

interjection (figurative, slang (you are overreacting, control yourself) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's nothing to get so worked up about – get a grip!
Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Ξεκόλλα!

αρχίζω να καταλαβαίνω

verbal expression (figurative, informal (start to understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would love to get a grip on basic physics.
Πολύ θα ήθελα να αρχίσω να καταλαβαίνω τις βασικές έννοιες της φυσικής.

κουρεύομαι

verbal expression (informal (have hair trimmed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was his brother's wedding, so he decided to get a haircut for the occasion.

καταλαβαίνω

verbal expression (figurative, informal (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't get a handle on this at all. Can you explain it again?

πιάνω

verbal expression (informal (grasp)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Get a firm hold of the load and make sure it's not too heavy before you lift.

βρίσκω δουλειά

verbal expression (informal (find employment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to get a job that pays well.
Πρέπει να βρω μια δουλειά που να πληρώνει καλά.

διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι

verbal expression (slang (enjoy, take pleasure in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gets a kick out of watching talking animal videos.

παίρνω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative, informal (gain an advantage) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άντε ρε κακομοίρη

interjection (slang (expressing contempt)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
When I told them I was translating the Bible into Vulcan they all said “Get a life!”

Δες το/τον/την!

interjection (slang (look at that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω δάνειο

intransitive verb (enter a contract to borrow money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If we can't pay rent come August we may have to get a loan.

προλαβαίνω να κάνω κτ

verbal expression (UK, slang (have fair chance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Starlings feed in flocks and can clear bird tables before other species get a look-in.

κάνω γρήγορα

verbal expression (informal (hurry up)

παίρνω απάντηση

intransitive verb (receive a reply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I sent several emails but never did get a response.

παίρνω απάντηση

verbal expression (be acknowledged by words, gesture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσιγκλάω

verbal expression (informal (provoke: [sb]) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's just making faces to get a rise out of you.

παίρνω μια ιδέα από κτ

verbal expression (understand in a general way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παθαίνω σοκ

verbal expression (informal, figurative (be unpleasantly surprised)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I got a shock when I found your wife naked in my bed.

με τινάζει το ρεύμα

verbal expression (informal (feel jolted by electrical current) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I always get a shock when I touch a car.

τρώω ξύλο

verbal expression (informal (be beaten physically) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Petros regularly took a thrashing from his violent father.

κατατροπώνομαι

verbal expression (figurative, informal (be defeated: at sport, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Democrats took a thrashing on Election Day.

μυρίζω

verbal expression (informal (smell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you get a whiff of that new perfume she is wearing?

μυρίζομαι

verbal expression (figurative, slang (detect) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you get a whiff of the hostility in that meeting?

αρθρώνω λέξη

verbal expression (informal (have the chance to speak) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
She was talking so much that I couldn't get a word in!
Μιλούσε τόσο πολύ που δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη.

καλύπτω

(surpass)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melinda worked hard to get above the minimum academic requirements for university.
Η Μελίντα δούλεψε σκληρά για να καλύψει τις ελάχιστες προϋποθέσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο.

περνάω, ξεπερνάω

(be over [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should get above 5,000 feet before we make camp.
Πρέπει να περάσουμε τα 5000 πόδια πριν κατασκηνώσουμε.

γνωρίζομαι

(people: get to know each other)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I left Paul and Lily to get acquainted.

γνωρίζομαι με κπ

verbal expression (get to know a person)

My kids got acquainted with the neighbors' children on the day they moved in.

εξοικειώνομαι με κτ

verbal expression (figurative (familiarize yourself with [sth])

You'd better get acquainted with new computers if you want to keep your job.

προτρέχω

verbal expression (think or act prematurely)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πιάνω

verbal expression (US, informal (grab, grasp)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω

verbal expression (US, informal (make contact)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've called her house, her work, and her cell; I can't get ahold of her.

Άντε από δω!

interjection (UK, informal (expressing disbelief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You expect me to believe that? Get along!

Άντε από δω!

interjection (UK, informal (expressing disbelief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brett really said that? Get along with you!

τα ακούω

verbal expression (figurative, informal (be reprimanded) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tony got an earful from the boss when he arrived late for work.

θυμώνω, νευριάζω

(lose temper)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I get angry when people are rude and obnoxious.
Θυμώνω (or: νευριάζω) όταν οι άνθρωποι είναι αγενείς και ενοχλητικοί.

πετυχαίνω τα πάντα

verbal expression (achieve success)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφεύγω να κάνω κτ

verbal expression (avoid doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The politician got around answering the question by changing the subject. The businessman got around paying his taxes by using a loophole in the law.
Ο πολιτικός άλλαξε θέμα, αποφεύγοντας, έτσι, να απαντήσει στην ερώτηση. Ο επιχειρηματίας απέφυγε να καταβάλει τους φόρους του, χρησιμοποιώντας κάποιο παραθυράκι του νόμου.

φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε

interjection (UK, slang (disbelief)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You saw the Queen in Burnley market? Get away!
Είδες τη Βασίλισσα στην αγορά του Μπέρνλεϊ; Παράτα μας! (or: Άντε ρε!)

τη βγάζω καθαρή

verbal expression (figurative, informal (never be punished) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Somehow Joe always seems to get away with murder.

ξαναβρίσκω τη φόρμα μου

verbal expression (informal (regain fitness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I bought a gym membership to get back in shape.

ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα

verbal expression (figurative, informal (regain focus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του got στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του got

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.