Τι σημαίνει το look at στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης look at στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του look at στο Αγγλικά.
Η λέξη look at στο Αγγλικά σημαίνει κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, φαίνομαι, φαίνομαι, κοίτα, ματιά, βλέμμα, ματιά, όψη, εμφάνιση, το ότι κοιτάω επίμονα, λουκ, στυλ, εμφάνιση, ψάχνω, βλέπω, κοιτάζω, εξετάζω, αναλύω, ασχολούμαι με κτ, εστιάζω σε κτ, φροντίζω, προσέχω, φροντίζω, προσέχω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι, προσέχω, κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου, κοιτάζω μπροστά, ψάχνω, απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλού, κοιτάζω πίσω, αναπολώ, θυμάμαι, κοιτάζω πίσω, θυμάμαι, αναπολώ, κοιτάζω πέρα από κτ, χαμηλώνω το βλέμμα μου, περιφρονώ, περιφρονώ, ψάχνω, αναζητώ, κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, επισκέπτομαι κάτι, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, ψάχνω, αναζητώ, ερευνώ, μοιάζω με κπ/κτ, φαίνεται ότι/πως, φαίνεται ότι/πως, ατενίζω, παρακολουθώ, βλέπω, Πρόσεχε!, κοιτάζω έξω, έχω το νου μου σε κτ/κπ, προσέχω, αγνοώ, αδιαφορώ, κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από, κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατος, ρίχνω μια ματιά, πιο προσεκτική ματιά, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζω, αποδοκιμάζω, βλέπω τη γενικότερη εικόνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης look at
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωintransitive verb (cast eyes in a direction) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He looked to his right. Κοίταξε στα δεξιά του. |
κοιτώ, κοιτάζωintransitive verb (examine visually) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let me look to see if there is a water leak. Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή. |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω(watch, direct attention to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Look at me when I'm talking to you! Κοίταζέ με όταν σου μιλάω! |
φαίνομαιintransitive verb (+ adj: appear to be) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) James looked tired when he arrived last night. Όταν γύρισε χθες το βράδυ έδειχνε κουρασμένος. |
φαίνομαιintransitive verb (+ adj: appear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Marina looks awful in that outfit. Η Μαρίνα δείχνει χάλια με αυτά τα ρούχα. |
κοίταinterjection (when making a point) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Look, I've had enough of your insolence; do as you're told! |
ματιάnoun (act of looking) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The blonde girl noticed Dan's look and returned it. Η ξανθιά παρατήρησε τις ματιές του Νταν και ανταπέδωσε. |
βλέμμαnoun (expression directed at [sb]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She silenced him with an angry look. Τον έκανε να σιωπήσει με ένα άγριο βλέμμα. |
ματιάnoun (visual examination) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Zara had no chance of a look at the text before the exam. |
όψη, εμφάνισηnoun (uncountable (appearance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The children's toy had the look of a real phone. Το παιδικό παιχνίδι είχε όψη πραγματικού τηλεφώνου. |
το ότι κοιτάω επίμοναnoun (long: gaze, stare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The child's look was starting to make Josh feel very uncomfortable. Το παιδί τον κοιτούσε επίμονα και αυτό είχε αρχίσει να κάνει τον Τζος να αισθάνεται πολύ άβολα. |
λουκ, στυλnoun (fashion: style) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I like her look. It is part urban, part punk. Μ' αρέσει το λουκ (or: στυλ) της. Είναι λίγο αστικό και λίγο πανκ. |
εμφάνισηplural noun (informal (physical attractiveness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joe is a handsome guy, but he uses his looks to get what he wants. |
ψάχνωverbal expression (seek, intend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard was looking to find a job at the local factory. |
βλέπω, κοιτάζωintransitive verb (to front on) (μεταφορικά: έχω θέα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This house has five windows that look to the street. Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο. |
εξετάζω, αναλύω(figurative (analyze) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The detective tried to look at all the facts. |
ασχολούμαι με κτ(figurative (examine, deal with) This article looks at similarities in the work of these two philosophers. |
εστιάζω σε κτ(figurative (pay attention to) Ben decided that the past was behind him and that it was time to look to the future. |
φροντίζω, προσέχωphrasal verb, transitive, inseparable (UK (child: be guardian) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Who will look after the children while we're away? Ποιος θα προσέχει τα παιδιά για όσο θα λείπουμε; |
φροντίζω, προσέχωphrasal verb, transitive, inseparable (UK (pet, plant: tend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Will you look after my fish while I'm away? Θα φροντίσεις το ψάρι μου όσο θα λείπω; |
νοιάζομαι, ενδιαφέρομαιphrasal verb, transitive, inseparable (UK (concern yourself) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He's looking after his own interests, as usual. Ως συνήθως, ασχολείται με τα δικά του ενδιαφέροντα. |
προσέχωphrasal verb, transitive, inseparable (UK (manage, run) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Could you look after the shop for ten minutes while I run a few errands? Μπορείς να προσέχεις το μαγαζί για 10 λεπτά όσο θα κάνω μερικές εξωτερικές δουλειές; |
κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μουphrasal verb, intransitive (see what is in front) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When you are the driver, it's best to look ahead on the road. Όταν είσαι ο οδηγός είναι καλύτερο να κοιτάζεις μπροστά στο δρόμο. |
κοιτάζω μπροστάphrasal verb, intransitive (figurative (think of the future) (μεταφορικά) The company is looking ahead to the future and hopes to expand its business. Η εταιρεία κοιτάζει μπροστά κι ελπίζει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της. |
ψάχνω(seek in surrounding area) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I misplaced my keys, so I'll have to look around for them. |
απομακρύνω το βλέμμα, κοιτάω αλλούphrasal verb, intransitive (avert one's eyes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The little boy knew he was in trouble and when the teacher looked at him he had to look away. It was a horror movie and I had to look away much of the time! Το μικρό αγόρι ήξερε ότι είχε μπλέξει και όταν το κοίταξε ο δάσκαλος απομάκρυνε το βλέμμα του (or: κοίταξε αλλού). Ήταν ταινία τρόμου και έπρεπε να κοιτάω αλλού την περισσότερη ώρα! |
κοιτάζω πίσωphrasal verb, intransitive (look behind) (κυριολεκτικά) "Don't look back. Whatever's chasing you might be gaining on you." - Satchel Paige Μην κοιτάς πίσω. Ό,τι σε κυνηγά μπορεί να σε πλησιάζει επικίνδυνα. (Σάτσελ Πέιτζ). |
αναπολώ, θυμάμαιphrasal verb, intransitive (figurative (reminisce) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When I look back on all the times we shared, I wish for those days again. Όταν αναπολώ (or: θυμάμαι) όλες τις στιγμές που μοιραστήκαμε, θα ήθελα να ξανάρθουν εκείνες οι μέρες. |
κοιτάζω πίσωphrasal verb, intransitive (figurative (dwell on the past) (μεταφορικά) As I look back on the past, I must remind myself to look towards the future to better days. |
θυμάμαι, αναπολώ(recall, reminisce about) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I look back on my years in school and smile. |
κοιτάζω πέρα από κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consider more than) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Look beyond his looks; consider his personality. |
χαμηλώνω το βλέμμα μουphrasal verb, intransitive (lower one's gaze) (ντροπή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gary looked down in shame as the teacher told him off. Ο Γκάρυ χαμήλωσε το βλέμμα του ντροπιασμένος, καθώς τον μάλωνε ο δάσκαλος. |
περιφρονώphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (feel superior to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is wrong to look down on people less fortunate than yourself. Είναι λάθος να κοιτάς αφ' υψηλού ανθρώπους λιγότερο τυχερούς από εσένα. |
περιφρονώphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consider inferior) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These were rich girls who looked down on cheap clothes. Ήταν πλουσιοκόριτσα τα οποία περιφρονούσαν τα φτηνά ρούχα. |
ψάχνω, αναζητώphrasal verb, transitive, inseparable (search for, seek) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Some people look for love on the internet. I looked for you, but I couldn't find you. Μερικοί άνθρωποι ψάχνουν την αγάπη στο ίντερνετ. Σε αναζήτησα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω. |
κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλονphrasal verb, intransitive (figurative (think about the future) (μεταφoρικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On New Year's Day, many of us like to look forward and think about the positive changes we can make over the coming year. Την Πρωτοχρονιά, σε πολλούς από εμάς αρέσει να κοιτάζουμε μπροστά (or: να κοιτάζουμε στο μέλλον) και να σκεφτόμαστε τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε τη χρονιά που έρχεται. |
ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησίαphrasal verb, transitive, inseparable (await [sth] with excitement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We look forward to our summer holiday every year. Κάθε χρόνο περιμένουμε με ανυπομονησία τις καλοκαιρινές διακοπές. |
ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησίαphrasal verb, transitive, inseparable (long for [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I look forward to the day when I can afford to retire. Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη. |
επισκέπτομαι κάτιphrasal verb, intransitive (informal (visit for short time) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fiona said she would look in to see if everything was OK. |
ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ(visit or check in passing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) While I'm in town I should look in on my parents. Please look in on the baby and make sure she's tucked in. |
ψάχνω, αναζητώphrasal verb, transitive, inseparable (try to find) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We are looking into ways of increasing our effectiveness. Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας. |
ερευνώphrasal verb, transitive, inseparable (informal (investigate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The detective looked into the murder. We have received your complaint, and we will look into it. Ο ντετέκτιβ ερεύνησε τον φόνο. |
μοιάζω με κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (resemble) This table looks like the one we have at home. Lucy looks like her aunt. Η Λούσυ μοιάζει στη θεία της. |
φαίνεται ότι/πωςphrasal verb, transitive, inseparable (informal (appear that) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It looks like we'll have to cancel our holiday. Φαίνεται ότι θα πρέπει να ακυρώσουμε τις διακοπές μας. |
φαίνεται ότι/πωςphrasal verb, transitive, inseparable (informal (indicate) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It's beginning to look like rain. Αρχίζει να δείχνει ότι θα βρέξει. |
ατενίζωphrasal verb, intransitive (gaze into the distance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρακολουθώphrasal verb, intransitive (watch) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) While my father taught me to swim, my mother looked on from the shore. Την ώρα που ο πατέρας μου με μάθαινε να κολυμπάω, η μητέρα μου παρακολουθούσε απ' την ακτή. |
βλέπωphrasal verb, transitive, inseparable (regard, consider: as) (μτφ: κάποιον σαν κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I always looked upon him as a brother. Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό. |
Πρόσεχε!phrasal verb, intransitive (be careful!) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Look out, an earthquake just started! Πρόσεχε, μόλις ξεκίνησε σεισμός! |
κοιτάζω έξωphrasal verb, intransitive (observe from indoors) If you look out from the window, you can see the ocean. Αν κοιτάξεις έξω απ' το παράθυρο, μπορείς να δεις τον ωκεανό. |
έχω το νου μου σε κτ/κπphrasal verb, transitive, inseparable (stay vigilant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You must look out for snakes when walking in these hills. Όταν περπατάς σ' αυτούς τους λόφους, πρέπει να έχεις το νου σου στα φίδια. |
προσέχωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (person: take care of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jimmy's brothers have looked out for him since their parents died. |
αγνοώ, αδιαφορώphrasal verb, transitive, inseparable (disregard, not be distracted by) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It was difficult to look past the unsightly mole on his face. |
κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα απόphrasal verb, transitive, inseparable (observe via: [sth] transparent) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can see the individual cells if you look through the microscope. Look through the window and tell me what you see. Μπορείς να δεις μεμονωμένα κύτταρα αν κοιτάξεις μέσα από ένα μικροσκόπιο. |
κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατοςphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (appear not to see, be oblivious to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I said hello but he looked right through me. Είπα γεια αλλά με κοίταξε σαν να μην υπήρχα. |
ρίχνω μια ματιάphrasal verb, transitive, inseparable (search through, survey) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Can I look through those old clothes before you throw them out in case there is something I like? My boss looked through the papers before signing them. Μπορώ να ρίξω μια ματιά σ' αυτά τα παλιά ρούχα πριν να τα πετάξεις, μήπως υπάρχει κάτι που μου αρέσει; Το αφεντικό μου έριξε μια ματιά στα χαρτιά πριν τα υπογράψει. |
πιο προσεκτική ματιάnoun (more thorough examination) (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (look at) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) These family photos are great. Have a look. Οι συγκεκριμένες οικογενειακές φωτογραφίες είναι τέλειες. Ρίξε μια ματιά. |
ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτverbal expression (examine, inspect) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let the doctor have a look at your rash. Άφησε το γιατρό να ρίξει μια ματιά στο εξάνθημά σου. |
στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζωverbal expression (glance sidelong) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποδοκιμάζωverbal expression (figurative (regard with disapproval, suspicion) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fancy restaurants look askance at shorts and sneakers. |
βλέπω τη γενικότερη εικόναverbal expression (figurative (consider [sth] in its wider context) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του look at στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του look at
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.