Τι σημαίνει το doing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης doing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του doing στο Αγγλικά.

Η λέξη doing στο Αγγλικά σημαίνει πράξη, η υλοποίηση, η πραγματοποίηση, προσπάθεια, το τι κάνει κάποιος, -, φτιάχνω, -, κάνω, κάνω, κάνω, -, πάω, πάω, γεγονός, ντο, χτένισμα, αρκώ, κάνω, είμαι, κάνω, -, φτιάχνω, κάνω, κάνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, παίζω, μαγειρεύω, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, γράφω, κάνω, φτιάχνω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πάω, κάνω, παίρνω, κάνω κτ σε κτ, ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ, υπολογίζω, συνεχίζω, αναγνωρίζω ότι κπ έκανε κτ, που συνηθίζει να κάνει κάτι, απορροφημένος, κατηγορώ, κατηγορώ, συνηθίζω να κάνω κτ, συνηθίζω να κάνω κτ, επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτεχνικός, επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ, συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ, συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ, φοβάμαι να κάνω κτ, φοβάμαι, ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ, βοηθάω, βοηθώ, όμοιος, παρόμοιος, διατεθειμένος να κάνω κτ, θυμωμένος, αναμένω, περιμένω, ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα, φαίνομαι, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω κτ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ, αποφεύγω, αποφεύγω κτ όπως ο διάολος το λιβάνι, πιέζω κπ να κάνει κτ, αρνούμαι να κάνω κτ, απαγορεύω, απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ, είμαι συνηθισμένος στο να κάνω κτ, έχω συνηθίσει να κάνω κτ, είμαι συνηθισμένος, είμαι μαθημένος, είμαι καλύτερος από κτ, συνηθίζω να κάνω κτ, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ, ξεγελώ, παρασύρω, πιστεύω σε κτ, αποφασισμένος να κάνω κτ, μου αρέσει πολύ κτ, κτ μου αρέσει πολύ, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, εξαπατώ, κοροϊδεύω, καυχιέμαι, καυχιέμαι, καυχιέμαι, καμαρώνω για κτ που έκανα, καμαρώνω που έκανα κτ, κόπος, κάνω πλύση εγκεφάλου σε κπ για να κάνει κτ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, πιέζω κπ να κάνει κτ, κάνοντας, πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα, αντέχω να κάνω κτ, αναπόφευκτος, μπορώ, προσέχω, πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ, προειδοποιώ κπ για κτ, διακινδυνεύω, κατηγορούμαι για κτ, επιπλήττω κπ για κτ, κιοτεύω και δεν κάνω κτ, πείθω κπ να κάνει κτ, αναγκάζω, υποχρεώνω, φτάνω κοντά σε κτ, φτάνω ένα βήμα πριν από κτ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, δεσμεύομαι, αφοσιωμένος, επανορθώνω, παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ, ομολογώ, συγχαρητήρια, αντιλαμβάνομαι ότι/πως κάνω κτ, προσέχω, σκέφτομαι να κάνω κτ, συνίσταμαι σε κτ, δεν επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, σκέφτομαι, χαρούμενος, συνεχίζω να κάνω κτ, αντισταθμίζω κτ κάνοντας κτ, φτιαγμένος για να κάνει κτ, παραπλανώ, παρασύρω, επιλέγω, αποφασίζω να μην κάνω κτ, παραπλανώ, αφιερώνω, αφιερωμένος, που κάνει κτ με αφοσίωση, χαίρομαι να κάνω κτ, παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτ, τρέφω αυταπάτες και κάνω κτ, εξαρτώμαι από κτ, απέχω, χάνω κάθε ελπίδα, χάνω τις ελπίδες μου, πιάνω, συλλαμβάνω, αποτρέπω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης doing

πράξη

noun (action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Doing is more important than planning to do.

η υλοποίηση, η πραγματοποίηση

noun (act)

The doing of the deed requires more effort than just talking about it.
Η υλοποίηση ενός έργου απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια από τη θεωρητική ενασχόληση με αυτό.

προσπάθεια

noun (informal (effort)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This project is going to take some doing.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θέλει κόπο για να παίρνεις πάντα άριστα στο σχολείο.

το τι κάνει κάποιος

plural noun (informal (activities) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's always talking about the doings of his neighbours.
Πάντοτε μιλάει για το τι κάνουν οι γείτονές του.

-

auxiliary verb (used to form question) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Do you know where the dog is?
Ξέρεις που είναι ο σκύλος;

φτιάχνω

transitive verb (create, make)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As an artist, he did fabulous things with scrap metal. What a lovely painting; did you do it?
Ως καλλιτέχνης, έφτιαχνε υπέροχα πράγματα με παλιοσίδερα. Τι ωραίος πίνακας, εσύ τον έφτιαξες;

-

auxiliary verb (used for emphasis) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Do come over for a visit! I do love you, honestly!
Να έρθεις σίγουρα να μας κάνεις επίσκεψη! Σε αγαπάω, αλήθεια λέω!

κάνω

transitive verb (carry out, attend to: task, job)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll do the dishes, since you cooked.
Μια και μαγείρεψες εσύ, θα πλύνω εγώ τα πιάτα.

κάνω

transitive verb (perform) (εργασίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What are you doing this afternoon?
Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα;

κάνω

transitive verb (work as [sth] for a living) (επάγγελμα, δουλειά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What do you do for a living?
Τι δουλειά κάνεις;

-

auxiliary verb (used to form negative) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I do not know.
Δεν ξέρω.

πάω

intransitive verb (informal (fare, manage) (καταφέρνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How are you doing on that project?
Πώς τα πας με το έργο;

πάω

intransitive verb (informal (progress) (επιδόσεις, πρόοδος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How are your kids doing in school?
Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο;

γεγονός

noun (informal (event)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jane bought a red dress for the big do.

ντο

noun (first note of musical scale) (μουσική νότα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The teacher sang 'do, re, mi' and then the children joined her.
Η δασκάλα τραγούδησε το «ντο, ρε, μι», και, έπειτα, τα παιδιά ένωσαν τις φωνές τους με τη δική της.

χτένισμα

noun (abbreviation, informal (hairdo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah's work colleagues all admired her new do.

αρκώ

intransitive verb (informal (be satisfactory)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Will this do for you, or should I work on it some more?
Φτάνει αυτό, ή να το δουλέψω κι άλλο;

κάνω

intransitive verb (behave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do as I say, not as I do.

είμαι

intransitive verb (informal (be in a stated condition) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is she doing any better than yesterday?
Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες;

κάνω

intransitive verb (suffice) (επαρκώ, είμαι εντάξει)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Will decaf do, or should I go out and get some real coffee?

-

intransitive verb (used in place of an earlier verb) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We see things as you do.
Βλέπουμε τα πράγματα όπως (τα βλέπεις) και εσύ.

φτιάχνω

transitive verb (informal (produce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dressmaker could do six dresses in a day.

κάνω

transitive verb (cause an effect) (κακό, ζημιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Drugs can do a lot of harm.

κάνω

transitive verb (informal (study) (διδάσκομαι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We haven't done trigonometry yet.
Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία.

ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω

transitive verb (prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Should I do the dinner tonight?

κάνω

transitive verb (make effort) (ό,τι μπορώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It doesn't matter if you pass the exam or not; just do your best.

παίζω

transitive verb (informal (theatre: present, perform)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're doing Hamlet next.

μαγειρεύω, φτιάχνω

transitive verb (informal (cook)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to do a roast this weekend.

κάνω

transitive verb (have custom of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We don't do that sort of thing here.

φτιάχνω, κάνω

transitive verb (informal (nails: manicure) (τα νύχια μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She spends half an hour doing her nails every day.

γράφω

transitive verb (informal (write)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His next idea is to do a book on the history of Wimbledon.

κάνω

transitive verb (traverse, cover) (απόσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We did five hundred miles in two days.

φτιάχνω

transitive verb (informal (decorate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They did the baby's bedroom in yellow, just in case.

πηγαίνω, πάω

transitive verb (informal (travel at a given speed) (με συγκεκριμένη ταχύτητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They were doing thirty miles an hour when the other car struck them.

πηγαίνω, πάω

transitive verb (informal (travel, sightsee) (ταξίδι, εκδρομή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're going to do the Riviera this summer.

κάνω

transitive verb (act, take action)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't just sit there, do something!

παίρνω

transitive verb (informal (drugs: take)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You're acting really strangely; have you been doing drugs?

κάνω κτ σε κτ

(cause effect on)

That rugby game has done a lot of damage to the grass.

ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ

(withdraw from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sue backed out of helping us paint the house.
Η Σου ανακάλεσε τη δέσμευσή της να μας βοηθήσει στο βάψιμο του σπιτιού.

υπολογίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (expect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hadn't bargained on retiring at 59, but here I am, retired!

συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (continue doing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγνωρίζω ότι κπ έκανε κτ

phrasal verb, transitive, separable (acknowledge: [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He credits his parents with awakening his love of music.

που συνηθίζει να κάνει κάτι

noun (informal (person: does [sth] frequently)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's a great one for telling stories.

απορροφημένος

(figurative (person: engrossed in) (μτφ: από/σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Fiona was absorbed in painting a portrait.

κατηγορώ

verbal expression (blame for doing) (κπ ότι/πως κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They accused me of not setting aside enough time.
Με κατηγόρησαν ότι δεν προνόησα να έχω αρκετό χρόνο.

κατηγορώ

verbal expression (law: charge with a crime) (κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's accused of embezzling thousands of pounds.
Τον κατηγορούν για υπεξαίρεση χιλιάδων λιρών.

συνηθίζω να κάνω κτ

verbal expression (get used to doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνηθίζω να κάνω κτ

verbal expression (change to accommodate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to adapt yourself to living with other people.

επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτεχνικός

adjective (skilled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's very adept at helping people develop their strengths.

επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ

verbal expression (reprimand for doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher admonished the student for being late to class yet again.

συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ

verbal expression (warn not to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'd advise against travelling alone in the desert.

συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ

verbal expression (warn [sb] not to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'd advise you against sailing today; the weather is turning nasty.

φοβάμαι να κάνω κτ

adjective (scared to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joanne is afraid of trying new things in case she fails.
Η Τζόαν φοβάται να δοκιμάσει καινούρια πράγματα μην τυχόν αποτύχει.

φοβάμαι

adjective (worried about [sth] happening) (ότι/πως, μήπως/μη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam was afraid of losing his job.
Ο Σαμ φοβάται μήπως χάσει τη δουλειά του.

ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ

verbal expression (struggle with decision)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tickets were expensive, so I agonized over going on the trip for months.

βοηθάω, βοηθώ

verbal expression (help) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rosa aided her brother in starting his business. Her parents' financial contribution aided Joy in buying the house.
Η Ρόζα βοήθησε τον αδερφό της να στήσει την επιχείρησή του.

όμοιος, παρόμοιος

adjective (comparable to doing [sth]) (με κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wearing these new shoes is akin to walking on a cloud.
Το να φοράς αυτά τα καινούρια παπούτσια είναι λες και περπατάς σε ένα σύννεφο.

διατεθειμένος να κάνω κτ

expression (willing to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ben is amenable to changing the date of the party.
Ο Μπεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει την ημερομηνία του πάρτι.

θυμωμένος

expression (cross with [sb]) (με κπ για κτ, με κπ για κτ που έκανε)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I am angry with my sister for taking my book.

αναμένω, περιμένω

verbal expression (expect to do) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I never anticipated retiring at age 59.
Δεν περίμενα ποτέ να πάρω σύνταξη στα 59.

ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα

verbal expression (say sorry to [sb] for doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane apologized to me for calling me a liar.
Η Τζέιν μου ζήτησε συγνώμη που με αποκάλεσε ψεύτη.

φαίνομαι

verbal expression ([sth]: seem) (να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rain appears to be easing off.
Η βροχή φαίνεται να σταματά.

βοηθάω, βοηθώ

verbal expression (participate, help with) (να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A passerby assisted in giving the woman medical attention.

βοηθάω κτ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ

verbal expression (help to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Naomi's cousins assisted her in making preparations for the wedding.

αποφεύγω

transitive verb (not do [sth]) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ruth has avoided speaking to Chris since yesterday morning.
Η Ρουθ αποφεύγει να μιλήσει στον Κρις από χτες το πρωί.

αποφεύγω κτ όπως ο διάολος το λιβάνι

verbal expression (informal (not do) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many teenagers avoid cleaning their room like the plague.

πιέζω κπ να κάνει κτ

verbal expression (pester to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My children badgered me into taking them to the playground.
Τα παιδιά μου με πίεζαν να τα πάω στην παιδική χαρά.

αρνούμαι να κάνω κτ

verbal expression (refuse to go on or do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The passenger balked at having to change seats because of the train company's error with her booking.

απαγορεύω

verbal expression (often passive (prohibit) (σε κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Students are banned from chewing gum in class at this school.
Οι μαθητές απαγορεύεται να μασάνε τσίχλα μέσα στην τάξη.

απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ

(often passive (exclude, ban from doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The judge barred Lewis from driving for a year.
Ο δικαστής απαγόρευσε στον Λούις να οδηγεί για έναν χρόνο.

είμαι συνηθισμένος στο να κάνω κτ, έχω συνηθίσει να κάνω κτ

verbal expression (be used to doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι συνηθισμένος, είμαι μαθημένος

verbal expression (accustomed to doing)

I'm used to skipping lunch because I'm always so busy.
Έχω συνηθίσει να παραλείπω το μεσημεριανό, επειδή είμαι πάντα τόσο απασχολημένος.

είμαι καλύτερος από κτ

transitive verb (be preferable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνηθίζω να κάνω κτ

verbal expression (become used to doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρχίζω, ξεκινάω

transitive verb (start: doing) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In any discussion, Wendy is always first to begin disagreeing.
Σε κάθε συζήτηση, η Γουέντι είναι η πρώτη που αρχίζει πάντα να διαφωνεί.

αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ

(do first)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When learning a new recipe, it is best to begin by reading all the way through.
Όταν μαθαίνεις μια καινούρια συνταγή το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ξεκινήσεις διαβάζοντάς την ολόκληρη.

ξεγελώ, παρασύρω

verbal expression (deceive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In Greek mythology, the gods beguiled Heracles into killing his own family.

πιστεύω σε κτ

verbal expression (advocate doing)

I believe in giving to charities that keep their administrative costs to a minimum.
Πιστεύω στο να γίνονται προσφορές σε φιλανθρωπίες, οι οποίες διατηρούν το διοικητικό τους κόστος σε ελάχιστα επίπεδα.

αποφασισμένος να κάνω κτ

adjective (be determined to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That cousin of yours is bent on doing as much damage as he can.

μου αρέσει πολύ κτ, κτ μου αρέσει πολύ

verbal expression (informal (be keen on, consider important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My maths teacher is big on learning by rote, so his lessons are pretty dull.

εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω

transitive verb (US, informal, figurative (coerce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαπατώ, κοροϊδεύω

verbal expression (deceive, fool) (κπ για να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve bluffed Joe into doing the laundry all week.
Ο Στηβ εξαπάτησε τον Τζο για να κάνει τη μπουγάδα όλη την εβδομάδα.

καυχιέμαι

verbal expression (speak proudly) (ότι/πως)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She always boasts of having the largest house in the street.
Κομπάζει (or: Περηφανεύεται) συνεχώς ότι έχει το μεγαλύτερο σπίτι στον δρόμο.

καυχιέμαι

verbal expression (speak proudly about achieving [sth]) (ότι/πως ή για κάτι που έκανα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marcus often boasts about running the Boston Marathon last year.
Ο Μάρκους καυχιέται συχνά ότι έτρεξε στον περσινό μαραθώνιο της Βοστώνης.

καυχιέμαι

verbal expression (claim to have done [sth]) (ότι/πως)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He boasted of once catching the biggest trout ever recorded.
Κόμπαζε (or: Περηφανευόταν) ότι κάποτε έπιασε τη μεγαλύτερη πέστροφα που έχει καταγραφεί ποτέ.

καμαρώνω για κτ που έκανα

(claim)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καμαρώνω που έκανα κτ

(speak proudly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόπος

noun (effort)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Is applying for a permit really worth the bother?
Αξίζει πράγματι τον κόπο να υποβάλλει κανείς αίτηση για άδεια;

κάνω πλύση εγκεφάλου σε κπ για να κάνει κτ

(indoctrinate into doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cult brainwashed Brian into leaving his family.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbal expression (force using threats)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A group of older girls bullied Lea into handing over her lunch money.

πιέζω κπ να κάνει κτ

verbal expression (US, figurative, informal (accost, force to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The interviewer buttonholed me into making comments I later regretted.

κάνοντας

adverb (informal (by practising, on the job)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've never been great at tests and exams: learn best by doing.

πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα

verbal expression (coax, persuade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ron cajoled his parents into allowing him to borrow their car.

αντέχω να κάνω κτ

verbal expression (be able to tolerate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you can stand to wait another 10 minutes, I'll walk you home. I can't stand seeing you so unhappy.

αναπόφευκτος

verbal expression (feel compelled to do [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't help wondering if she really knows what she's doing.
Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει.

μπορώ

expression (able to do [sth]) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My little boy isn't capable of tying his own shoelaces yet.
Το αγοράκι μου δεν ξέρει ακόμη να δέσει τα κορδόνια του.

προσέχω

adjective (making sure to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He is careful about locking the doors before he goes out.
Προσέχει να κλειδώνει πάντα την πόρτα πριν βγει έξω.

πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ

transitive verb (discover unexpectedly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alice caught her boyfriend eating cookies in the middle of the night.

προειδοποιώ κπ για κτ

(warn not to do [sth])

διακινδυνεύω

transitive verb (risk) (να κάνω κτ, να γίνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to leave early. I can't chance missing the plane.

κατηγορούμαι για κτ

verbal expression (with crime)

Tom is charged with robbery.
Ο Τομ κατηγορείται για ληστεία.

επιπλήττω κπ για κτ

verbal expression (reprimand [sb] for doing [sth])

The boss chastised me for speaking out.

κιοτεύω και δεν κάνω κτ

verbal expression (slang (not be brave enough to do) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lee chickened out of going on the roller coaster at the last minute.

πείθω κπ να κάνει κτ

verbal expression (persuade, entice into doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jessica tried to coax her daughter into eating the oatmeal.
Η Τζέσικα προσπάθησε να πείσει την κόρη της να φάει τη βρώμη.

αναγκάζω, υποχρεώνω

transitive verb (force, compel) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government was coerced into accepting the treaty.

φτάνω κοντά σε κτ, φτάνω ένα βήμα πριν από κτ

verbal expression (figurative (nearly do [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After I lost my job and my son died, I came near to having a breakdown.
Όταν απολύθηκα και έχασα τον γιο μου, παραλίγο να καταρρεύσω.

αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ

verbal expression (formal (begin an activity, action) (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As soon as the music started, the crowd commenced dancing.
Μόλις ξεκίνησε η μουσική, το πλήθος ξεκίνησε να χορεύει.

δεσμεύομαι

(be dedicated to) (σε κάτι ή να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You must be willing to commit to the program for at least three months. I committed to working on the project for the next six months.
Πρέπει να είστε πρόθυμοι να δεσμευτείτε στο πρόγραμμα το λιγότερο για τρεις μήνες. Δεσμεύομαι να εργαστώ για το πρότζεκτ τους επόμενους έξι μήνες.

αφοσιωμένος

adjective (person: dedicated to doing) (σε κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rachel is committed to bettering the lives of animals.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Μπεν υπηρετεί με αφοσίωση τους ασθενείς του.

επανορθώνω

(make amends) (για κτ που έκανα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He booked a table at her favourite restaurant to compensate for forgetting their wedding anniversary.
Έκλεισε τραπέζι το αγαπημένο της εστιατόριο για να επανορθώσει που ξέχασε την επέτειο του γάμου τους.

παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ

verbal expression (informal (trick [sb] into doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My friends conned me into going to see a musical.
Οι φίλοι μου με παρασύρανε για να πάμε να δούμε ένα μιούζικαλ.

ομολογώ

verbal expression (admit doing [sth]) (ότι/πως έκανα κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim confessed to making a mess in the office kitchen.
Ο Τζιμ ομολόγησε πως έκανε χάλια την κουζίνα του γραφείου.

συγχαρητήρια

interjection (expressing joy for [sb]'s success) (μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Congratulations on winning the marathon!
Συγχαρητήρια για τη νίκη σου στο μαραθώνιο!

αντιλαμβάνομαι ότι/πως κάνω κτ

verbal expression (aware of your actions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We make judgements about people all the time without being conscious of doing so.

προσέχω

verbal expression (mindful of your actions)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Be conscious of how you step, because the rocks are slippery.
Να προσέχεις πως πατάς, γιατί οι πέτρες γλιστράνε.

σκέφτομαι να κάνω κτ

verbal expression (think about doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Henry is considering taking up a sport.
Ο Χένρι σκέφτεται να ξεκινήσει ένα άθλημα.

συνίσταμαι σε κτ

verbal expression (dated (have as main feature)

Religion consists in believing in a deity.

δεν επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

verbal expression (hold [sb] back legally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The contract constrained the author from hiring a new agent.
Το συμβόλαιο δεν επέτρεπε στον συγγραφέα να προσλάβει νέο ατζέντη.

σκέφτομαι

transitive verb (consider a course of action) (να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brenda contemplated getting a guard dog.

χαρούμενος

adjective (satisfied) (που κάνω κτ, που συμβαίνει κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She was content to hear about his promotion.
Χάρηκε όταν έμαθε για την προαγωγή του.

συνεχίζω να κάνω κτ

verbal expression (carry on)

After retirement, Jane continued to work as a supply teacher.

αντισταθμίζω κτ κάνοντας κτ

transitive verb (figurative (provide a balance with) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We counterweighted the negative aspects of the deal by offering plenty of freebies.

φτιαγμένος για να κάνει κτ

adjective (informal, figurative (person: able, suited)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some people aren't cut out for dealing with the public.
Μερικοί άνθρωποι δεν το έχουν με τις συναλλαγές με το κοινό.

παραπλανώ, παρασύρω

verbal expression (fool into doing) (ώστε κπ να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The positive feedback I was getting from my boss deceived me into thinking I would get the promotion.

επιλέγω

(opt for) (κάτι ή να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They decided on a cruise for their holiday.
Επέλεξαν μια κρουαζιέρα για τις διακοπές τους.

αποφασίζω να μην κάνω κτ

verbal expression (choose not to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I decided against going on holiday this year, since I had just lost my job.
Αποφάσισα να μην πάω διακοπές φέτος, αφού είχα μόλις χάσει τη δουλειά μου.

παραπλανώ

verbal expression (trick into doing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The enemy decoyed the fighter pilots into shooting at unarmed missiles.

αφιερώνω

(devote) (κάτι σε κάτι, κάτι για να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to dedicate my weekend to finishing a speech I'm writing.
Θα αφιερώσω το σαββατοκύριακό μου για να τελειώσω μία ομιλία που γράφω.

αφιερωμένος

expression (devoted to one task) (σε δραστηριότητα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
My evenings are dedicated to practising the piano.
Τα βράδια μου είναι αφιερωμένα στην εξάσκηση πιάνου.

που κάνει κτ με αφοσίωση

expression (person: committed to a task)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harry is a conscientious employee, dedicated to doing his best.
Ο Χάρυ είναι ένας ευσυνείδητος υπάλληλος, αφοσιωμένος στο να κάνει το καλύτερο που μπορεί.

χαίρομαι να κάνω κτ

verbal expression (enjoy doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The children delight in tormenting their babysitter.
Τα παιδιά χαίρονται να βασανίζουν την μπέιμπι-σίτερ τους.

παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτ

verbal expression (mislead into doing [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't let the politicians delude you into thinking that the proposal is in the best interest of the country.

τρέφω αυταπάτες και κάνω κτ

verbal expression (think, believe, etc. mistakenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't delude yourself into thinking that your life would be better in another city.

εξαρτώμαι από κτ

verbal expression (necessitate doing)

Getting a driving licence depends upon passing the written and practical examinations.

απέχω

verbal expression (stop doing) (από το να κάνω κάτι)

The court ordered the company to desist from trading completely.

χάνω κάθε ελπίδα, χάνω τις ελπίδες μου

verbal expression (lose hope of doing [sth]) (να γίνει κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I despair of ever making Julie see my point of view.
Έχω χάσει κάθε ελπίδα για το αν θα κάνω ποτέ τη Τζούλυ να αντιληφθεί την άποψή μου.

πιάνω, συλλαμβάνω

verbal expression (catch [sb] in the act of) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I couldn't understand why I kept losing, then I detected my partner cheating.

αποτρέπω

verbal expression (discourage from doing) (κπ από το να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The large dog deterred trespassers from entering the property.
Το μεγάλο σκυλί απέτρεπε τους περαστικούς απ' το να εισέρχονται στην ιδιοκτησία.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του doing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του doing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.