Τι σημαίνει το go to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης go to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του go to στο Αγγλικά.

Η λέξη go to στο Αγγλικά σημαίνει αυτός που εμπιστεύομαι, δημοφιλής, ο άνθρωπός μου, πηγαίνω, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, κινούμαι, φτάνω, πηγαίνω, οδηγώ, γίνομαι, -, θα κάνω κτ, έτοιμος, ολέ, ζωντάνια, προσπάθεια, δοκιμή, σειρά, πάω να κάνω κτ, λειτουργώ, φεύγω, είμαι, πωλούμαι, περνάω, περνώ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, κάνω, ισχύω, λέω, φεύγω, καταρρέω, χαλάω, χαλώ, πάω, πάω, πηγαίνω, διαιρούμαι, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, κάνω, στρέφομαι σε κπ, κάνω μεγάλο κόπο, πεθαίνω νέος, υποστηρίζω, πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ, πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία, φτάνω στα άκρα, πάω να φέρω κπ/κτ, κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ, προσπαθώ σκληρά να κάνω κτ, κρύβομαι, άι στο διάολο, άι στο διάβολο, πάω φυλακή, μπαίνω στη φυλακή, καταρρέω, καταστρέφομαι, διαλύομαι, καταρρέω, παίρνω την κάτω βόλτα, πάω για εκτύπωση, πάω σχολείο, πηγαίνω σχολείο, μπαρκάρω, σαλπάρω, επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, μετατρέπομαι σε σπόρο, δείχνω, αποδεικνύω, κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι, μουδιάζω, πάω στην τουαλέτα, πηγαίνω κατά διαόλου, πάω κινηματογράφο, πάω στην τουαλέτα, χρεοκοπώ, πτωχεύω, δίνω τα πάντα για κτ, τα δίνω όλα, ξεκινάω πόλεμο, πάω στον πόλεμο, πάω χαμένος, πάω στη δουλειά, πηγαίνω στη δουλειά, κάνω κάτι καλά, ξεμυαλίζω, χτυπάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης go to

αυτός που εμπιστεύομαι

adjective (informal (person, thing: dependable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημοφιλής

adjective (informal (destination: popular)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο άνθρωπός μου

noun (informal (dependable person or thing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω

intransitive verb (leave, depart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You'd better go. It's getting late.
Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά.

πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ

(proceed to, head for)

I'm going to London this summer. // Anne went to Italy for her holiday last year. // Robert goes to the market every Saturday morning.
Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά.

κινούμαι

intransitive verb (move along, advance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The train was going at top speed. Electricity goes along wires.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

φτάνω

intransitive verb (extend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our property goes all the way down to the river.
Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι.

πηγαίνω

intransitive verb (with adverb: turn out, pass)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wedding went very well, thank you.
Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ.

οδηγώ

(lead to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These stairs go to the attic.
Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα.

γίνομαι

intransitive verb (with adjective: become)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
I think I'm going crazy.
Νομίζω ότι καταντώ τρελός.

-

intransitive verb (with adjective: act in a given way) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They went crazy when they heard the news.
Αγρίεψαν μόλις άκουσαν τα νέα.

θα κάνω κτ

auxiliary verb (future) (μέλλοντας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jake is going to clean the bathroom later.
Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα.

έτοιμος

adjective (informal (ready)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All systems are go.

ολέ

interjection (cheering on a team, participant)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The fans were shouting "Go Steelers!"

ζωντάνια

noun (colloquial (energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's sure got a lot of go.

προσπάθεια, δοκιμή

noun (informal (try)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can I have a go?

σειρά

noun (informal (turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's your go. Here are the dice.

πάω να κάνω κτ

verbal expression (make a move to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jake went to brush a stray hair from Leah's cheek, but at that moment she turned away.

λειτουργώ

intransitive verb (function, perform)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This fan won't go.

φεύγω

intransitive verb (time: pass) (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Weekends go really fast.
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα.

είμαι

intransitive verb (tend to be)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As exams go, that wasn't too bad.

πωλούμαι

intransitive verb (be sold) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rare book will go quickly at auction.

περνάω, περνώ

intransitive verb (pass, fit, enter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couch just won't go through the door.

πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα

intransitive verb (informal, euphemism (relieve yourself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Excuse me. I've got to go. Is there a bathroom near here?

κάνω

intransitive verb (perform an action)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Go like this with your hands.

ισχύω

intransitive verb (be valid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Whatever Mike says, goes.

λέω

intransitive verb (informal (say)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Boys will be boys, as the saying goes.

φεύγω

intransitive verb (euphemism (die) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He went just after midnight, with his wife at his side.

καταρρέω

intransitive verb (informal (give way, collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There was so much snow the roof went.

χαλάω, χαλώ

intransitive verb (informal (stop working)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car engine went, so we had to walk home.

πάω

(be allotted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A quarter of their income goes to food.

πάω, πηγαίνω

(pass to [sb] in a will)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His house went to the elder son, its contents to the younger.

διαιρούμαι

(number: be divisor of)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How many times does six go into eighty-four?
Πόσες φορές διαιρεί το έξι το ογδόντα τέσσερα;

πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ

(be awarded to)

And the Oscar goes to Steve McQueen!

κάνω

phrasal verb, intransitive (resort: to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They went to great effort to get here on time.

στρέφομαι σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consult, ask a favor of)

When I need advice, I go to my rabbi.

κάνω μεγάλο κόπο

verbal expression (make a special effort to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I went to a lot of trouble to prepare a special dinner.

πεθαίνω νέος

verbal expression (die young)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Callum is going to an early grave if he doesn't adopt a healthier lifestyle.

υποστηρίζω

verbal expression (informal, figurative (show support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ

verbal expression (retire at night)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's past midnight and time for me to go to bed.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα και είναι ώρα να πάω για ύπνο.

πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία

verbal expression (attend religious services)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
David goes to church with his family every Sunday morning.

φτάνω στα άκρα

verbal expression (do [sth] drastic)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Top athletes are prepared to go to extremes to achieve success.

πάω να φέρω κπ/κτ

verbal expression (fetch)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ

verbal expression (make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She went to great lengths to help me, and for that I am truly grateful.

προσπαθώ σκληρά να κάνω κτ

verbal expression (go to a lot of effort to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρύβομαι

verbal expression (figurative (hide, be reclusive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

άι στο διάολο, άι στο διάβολο

interjection (potentially offensive (strong dismissal) (αγενές, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Go to hell! You disgust me!

πάω φυλακή, μπαίνω στη φυλακή

verbal expression (be sent to prison)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταρρέω

verbal expression (figurative (lose composure) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She went to pieces when her only child died.

καταστρέφομαι, διαλύομαι

verbal expression (figurative (lose health)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alvin's health went to pieces as a result of his alcoholism.

καταρρέω

verbal expression (figurative (stop functioning)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
One of the computers crashed and the whole system went to pieces.

παίρνω την κάτω βόλτα

verbal expression (slang (decline, deteriorate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I used to exercise but I'm afraid I've gone to pot since the baby was born.

πάω για εκτύπωση

verbal expression (be reproduced for publication)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The book is ready to go to print.

πάω σχολείο, πηγαίνω σχολείο

verbal expression (attend classes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Children start going to school at age 5.
Τα παιδιά αρχίζουν να πηγαίνουν στο σχολείο στην ηλικία των 5.

μπαρκάρω

verbal expression (dated (become a sailor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σαλπάρω

verbal expression (dated (start a voyage)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιδεινώνομαι, χειροτερεύω

intransitive verb (slang, figurative (decline, deteriorate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was once a great actor but rather went to seed in middle age.

μετατρέπομαι σε σπόρο

intransitive verb (plant: produce seed and dry up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prevent flowering plants from going to seed by removing the dead flower heads.

δείχνω, αποδεικνύω

verbal expression (serve to illustrate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That just goes to show that you can't trust anyone.

κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι

verbal expression (fall asleep, lose consciousness)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't go to sleep with all this noise going on.
Δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος με όλο αυτό τον θόρυβο.

μουδιάζω

verbal expression (limb: become numb)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've been sitting in this position for so long, my legs have gone to sleep.
Καθόμουν σ' αυτή τη θέση τόση πολλή ώρα που τα πόδια μου μούδιασαν.

πάω στην τουαλέτα

verbal expression (US (use the toilet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To avoid extra stops, I always tell the children to go to the bathroom before starting a long trip in the car.

πηγαίνω κατά διαόλου

verbal expression (figurative (become much less successful)

πάω κινηματογράφο

verbal expression (mainly US, informal (go to the cinema)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tony wants to go to the movies this evening.

πάω στην τουαλέτα

verbal expression (US (use the toilet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I need to go to the restroom.

χρεοκοπώ, πτωχεύω

verbal expression (business: fail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω τα πάντα για κτ

verbal expression (stand up for [sth] at all cost to yourself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα δίνω όλα

verbal expression (figurative (do [sth] lavishly, extravagantly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Wow! Look at all this food - you've really gone to town!

ξεκινάω πόλεμο

verbal expression (engage in warfare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Britain went to war against Germany in 1914.

πάω στον πόλεμο

verbal expression (leave for battlefront)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The exhibition highlights how many young men went to war from Wells and the surrounding villages.

πάω χαμένος

verbal expression (not be used)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
A new study has found that 50 per cent of the world's food goes to waste.
Μια νέα μελέτη ανακάλυψε ότι το 50 τις εκατό της τροφής παγκοσμίως πάει χαμένο.

πάω στη δουλειά, πηγαίνω στη δουλειά

verbal expression (travel to workplace)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I prefer to go to work early before the traffic gets heavy.

κάνω κάτι καλά

verbal expression (figurative, informal (do [sth] thoroughly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The artist has really gone to work on this mural; it's huge and very detailed.
Ο καλλιτέχνης έκανε καλά την τοιχογραφία· είναι τεράστια και με λεπτομέρειες.

ξεμυαλίζω

verbal expression (figurative, slang (make egotistical)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His one hit record went to his head, and now he is impossible to live with.

χτυπάω

verbal expression (make drunk) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That glass of wine has gone straight to my head!
Το ένα ποτήρι κρασί που ήπια με έχει χτυπήσει!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του go to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του go to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.