Τι σημαίνει το opinion στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης opinion στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του opinion στο Αγγλικά.

Η λέξη opinion στο Αγγλικά σημαίνει άποψη, γνώμη, άποψη, γνωμοδότηση, εκτίμηση, υπόληψη, γνώμη, υποκειμενικός, πιστεύω, θεωρώ, καθιερωμένες απόψεις, επικρατούσα άποψη, συγκατάθεση δικαστή, διαφορά άποψης, αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη, σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψη, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με, κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου, κακή γνώμη, άσχημη γνώμη, δημοσκόπηση, κοινή γνώμη, δημοσκόπηση, γρήγορη αλλαγή απόφασης, δεύτερη γνώμη, ισχυρή γνώμη, ισχυρή άποψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης opinion

άποψη

noun (belief)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's my opinion that the death penalty is morally wrong.
Η άποψή μου είναι ότι η θανατική ποινή είναι ηθικά ανάρμοστη.

γνώμη, άποψη

noun (point of view)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nobody ever listens to my opinion.
Κανένας δεν ακούει ποτέ την άποψή (or: τη γνώμη) μου.

γνωμοδότηση

noun (legal: reasoning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The panel of judges issued their opinion, finding in favour of the plaintiff.
Η επιτροπή των δικαστών εξέδωσε τη γνωμοδότησή της κι έκρινε υπέρ του ενάγοντος.

εκτίμηση, υπόληψη

noun (estimation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has gone right up in my opinion. He is a good man.
Έχει ανέβει κατά πολύ στην εκτίμησή μου. Είναι καλός άνθρωπος.

γνώμη

noun (expert evaluation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the doctor said I needed surgery, I sought a second opinion.
Όταν ο γιατρός είπε ότι χρειαζόμουν επέμβαση, ζήτησα μια δεύτερη γνώμη.

υποκειμενικός

noun (subjective, debatable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fashion is a matter of opinion.

πιστεύω, θεωρώ

verbal expression (believe, think)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My husband thinks autumn is the best season, but I am of the opinion that winter is better.

καθιερωμένες απόψεις

noun (generally accepted beliefs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Logic has no force against an adverse climate of opinion.

επικρατούσα άποψη

noun (general belief, consensus view)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκατάθεση δικαστή

noun (law: judge's agreement with a verdict) (νομικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In a concurring opinion, the judge agreed with the decision of the court, but for different reasons different.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στη δίκη υπήρξε συγκατάθεση του δικαστή για την ετυμηγορία της ποινής.

διαφορά άποψης

noun (disagreement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We had a difference of opinion over the subject of capital punishment.

αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη

noun (expression of disagreement)

If there are no dissenting opinions, we shall proceed.

σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψη

verbal expression (decide what you think)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't think I have enough information to form an opinion yet.

κατά τη γνώμη μου

adverb (to my mind, as far as I am concerned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In my opinion she's too young to get married and have children.
Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

σύμφωνα με

preposition (according to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the opinion of many older people, teenagers have far too much freedom these days.

κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου

adverb (according to you)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In your opinion, are people in this area open-minded?

κακή γνώμη, άσχημη γνώμη

noun (disapproval, dislike)

I have a low opinion of that storekeeper because he cheats his customers.

δημοσκόπηση

noun (survey of public attitudes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the latest public opinion poll, sixty-five percent of the people said they approved of our foreign policy.
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση, το 65% της κοινής γνώμης εγκρίνει την εξωτερική πολιτική μας.

κοινή γνώμη

noun (uncountable (views of many people on an issue)

δημοσκόπηση

noun (survey of people's views)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to a recent public opinion poll, Americans care more about the economy than about health care reform.

γρήγορη αλλαγή απόφασης

noun (about-face)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The quick change of opinion was brought about by the discovery of compromising documents.

δεύτερη γνώμη

noun (view of another expert)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm sure you're right, doctor, but I'd still like a second opinion before undergoing surgery.

ισχυρή γνώμη, ισχυρή άποψη

noun (firmly-held belief)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του opinion στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του opinion

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.