Τι σημαίνει το voice στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης voice στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voice στο Αγγλικά.

Η λέξη voice στο Αγγλικά σημαίνει φωνή, φωνή, φωνή, φωνή, φωνή, εκφράζω, ωραία φωνή, μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ, ψιλή φωνή, τραγουδώ πιο δυνατά, χαμηλή φωνή, μπάσα φωνή, ακούγομαι, εκφράζω τη γνώμη μου, παθητική φωνή, μιλάω πιο δυνατά, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, απαλή φωνή, τόνος της φωνής, ηθοποιός φωνής, λάρυγγας, φωνή της λογικής, φωνητική χροιά, χροιά φωνής, καταγραφικό φωνής, ψηφοφορία δια βοής, με φωνητική ενεργοποίηση, αφήγηση, ομόφωνα, με ένα στόμα, μια φωνή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης voice

φωνή

noun (human sound)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His voice was loud and strong.
Η φωνή του ήταν δυνατή και έντονη.

φωνή

noun (ability to speak)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After yelling so much at the basketball game, he lost his voice for the next two days.

φωνή

noun (grammar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This sentence is written in the passive voice.

φωνή

noun (ability to sing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She has one of the best voices in the group.

φωνή

noun (music: role)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She sang third voice.

εκφράζω

transitive verb (express, state)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Senator voiced his opposition to the legislation.

ωραία φωνή

noun (talent for singing)

She has a beautiful voice but unfortunately, she drags a beat behind the rest of the choir.

μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ

verbal expression (have opinion heard)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Everyone had a voice in the decision-making process.

ψιλή φωνή

noun (voice which is high pitched)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The young man's beautiful high voice began to deepen with the onset of puberty.

τραγουδώ πιο δυνατά

verbal expression (sing louder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The singers lifted their voices in the last verse.

χαμηλή φωνή

noun (subdued voice: murmur or whisper)

He revealed his plan in a low voice so as not to be overheard. He spoke in such a low voice that I could barely hear him.
Αποκάλυψε το πλάνο του με χαμηλή φωνή ώστε μην ακουστεί. Μίλησε με τόσο χαμηλή φωνή που μετά βίας μπορούσα να τον ακούσω.

μπάσα φωνή

noun (voice lower end of sound range)

Men typically have low voices and women have higher ones.

ακούγομαι

verbal expression (speak loudly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Clive likes to make his voice heard in the class discussions.

εκφράζω τη γνώμη μου

verbal expression (figurative (share opinion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Citizens should make their voices heard by writing their Congressmen.

παθητική φωνή

noun (grammar: verb form takes when subject acted upon) (γραμματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some style manuals recommend that you avoid the passive voice whenever you can.

μιλάω πιο δυνατά

verbal expression (speak more loudly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please raise your voice - I can't hear you very well.

ανεβάζω τον τόνο της φωνής

verbal expression (shout) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't raise your voice at your mother, young man.

απαλή φωνή

noun (gentle or quiet speech)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My brother has a very soft voice; sometimes I can't hear what he's saying.

τόνος της φωνής

noun (vocal quality or intonation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He could sense she was really angry from her tone of voice.

ηθοποιός φωνής

noun (provides voiceover)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

λάρυγγας

noun (informal (larynx)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cats have two separate voice boxes: one for meowing and one for purring.

φωνή της λογικής

noun (figurative (person providing a sensible opinion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φωνητική χροιά, χροιά φωνής

noun (vocal tone or timbre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many actors and actresses are known for their musical voice quality.

καταγραφικό φωνής

noun (dictaphone: device for recording)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ψηφοφορία δια βοής

noun (vote: loudest wins)

The government won the motion in the assembly through a voice vote.

με φωνητική ενεργοποίηση

adjective (operates at sound of voice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήγηση

noun (TV, film: offscreen narration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Onscreen we see images of war, while in a voice-over the narrator reads from soldiers' diaries.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ντοκυμαντέρ υπάρχει και με ελληνικό voice over για όσους δεν μπορούν να διαβάσουν τους υπότιτλους.

ομόφωνα

adverb (figurative (unanimously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When asked to vote for the resolution, we responded in favor with one voice.

με ένα στόμα, μια φωνή

adverb (figurative (in unison) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The crowd shouted with one voice, "Long live the king!"

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voice στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του voice

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.