Τι σημαίνει το the way στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης the way στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του the way στο Αγγλικά.

Η λέξη the way στο Αγγλικά σημαίνει τρόπος, τρόπος, τρόπος, τρόπος, κατεύθυνση, μέρος, οδός, δρόμος, δρόμος, πολύ, πολύ, πολύ, συνήθεια, αυτοκινητόδρομος, μονοπάτι, άποψη, πλευρά, δρόμος, διάθεση, συνήθεια, ύφος, απόσταση, ολόκληρη την απόσταση, με τα χίλια, εντελώς μέσα, σε όλη την διαδρομή, ολόκληρη την απόσταση, μεγάλη απόσταση, στη διαδρομή, στη διαδρομή, στη πορεία, παρεμπιπτόντως, ανοίγω δρόμο, ανοίγω δρόμο, σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρη, μπαίνω στην μέση, φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση, ξεμπερδεύω με κτ, πηδιέμαι, εκπληρώνω, πραγματώνω, πεθαίνω, χαλάω, χαλώ, πνέω τα λοίσθια, διευκολύνω την κατάσταση, έτσι έχουν τα πράγματα, στη μέση, εμποδίζω, εμποδίζω, παρόμοια με, σαν, όπως, σχετικά με, όσον αφορά, σπρώχνω, κτυπώ, δείχνω τον δρόμο, ανοίγω τον δρόμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης the way

τρόπος

noun (manner)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There is more than one way to make a cup of tea.
Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να φτιάξει κανείς ένα φλυτζάνι τσάι.

τρόπος

noun (method of doing [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Show me the way you knead dough.
Δείξε μου τον τρόπο που πλάθεις το ζυμάρι.

τρόπος

noun (preferred method)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This is the way to do it.
Αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να το κάνεις.

τρόπος

noun (means)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The way to accelerate the project is to add staff.
Ο τρόπος για να επιταχύνουμε το πρότζεκτ είναι να αυξήσουμε το προσωπικό.

κατεύθυνση

noun (direction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Which way did you go to get here?
Ποια κατεύθυνση πήρες για να πας εκεί;

μέρος

noun (often plural (divisions, parts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We divided the dessert three ways.
Χωρίσαμε το επιδόρπιο σε τρία μέρη.

οδός

noun (street name)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The street I live on is called Artren Way.
Ο δρόμος στον οποίο μένω λέγεται οδός Άρτρεν.

δρόμος

noun (route)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There is a way through the mountains ten kilometres south of here.
Υπάρχει ένας δρόμος μέσα από τα βουνά δέκα χιλιόμετρα νότια από εδώ.

δρόμος

noun (preferred, recognised route)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I don't know the way to the pharmacy.
Δεν γνωρίζω τον δρόμο για το φαρμακείο.

πολύ

adverb (informal (very much)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your piece of cake is way bigger than mine. That's way more than I can spend.
Το δικό σου κομμάτι τούρτας είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό μου. Αυτά είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορώ να διαθέσω.

πολύ

adverb (slang (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sitting at home doing schoolwork on a Friday night is way depressing.

πολύ

adverb (far)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That's way into the future.
Αυτό είναι στο πολύ μακρινό μέλλον.

συνήθεια

noun (characteristic)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His ways are odd and eccentric.

αυτοκινητόδρομος

noun (highway) (για αυτοκίνητα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We went by the old Roman way.
Ακολουθήσαμε τον παλιό ρωμαϊκό δρόμο.

μονοπάτι

noun (passage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Follow the way through the woods.

άποψη, πλευρά

noun (aspect)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In some ways I agree with you.

δρόμος

noun (course)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The way to Boston is a major highway.

διάθεση

noun (condition, mood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is in a bad way today.

συνήθεια

noun (habit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has a way of always losing his keys.
Έχει τη συνήθεια να χάνει τα κλειδιά του.

ύφος

noun (mode, style)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The modern way uses brighter colours.

απόσταση

noun (distance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chicago is a long way from here.
Το Σικάγο είναι σε πολύ μεγάλη απόσταση από εδώ.

ολόκληρη την απόσταση

expression (the full distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He has just run a marathon and was barefoot all the way.
Μόλις έτρεξε σε ένα μαραθώνιο και δε φορούσε παπούτσια για ολόκληρη την απόσταση.

με τα χίλια

expression (figurative, slang (completely) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Which football team do you support?" "Manchester United all the way!"
«Τι ομάδα είσαι στο ποδόσφαιρο;» «Manchester United με τα χίλια!»

εντελώς μέσα

adverb (completely in)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
To get the card to work, you have to put it all the way in.

σε όλη την διαδρομή

(during the entire journey to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We had to listen to him snore all the way from New York to Rome.

ολόκληρη την απόσταση

(the full distance to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He sang and danced all the way to school.

μεγάλη απόσταση

(emphatic: a long way)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You want me to carry this all the way back to the house?

στη διαδρομή

adverb (over a route)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're driving to the mountains, but will stop for coffee along the way.
Οδηγούμε προς τα βουνά, αλλά θα σταματήσουμε για καφέ στη διαδρομή.

στη διαδρομή, στη πορεία

adverb (figurative (in course of events) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Their marriage has lasted 40 years, with a lot of ups and downs along the way.
Ο γάμος τους κράτησε 40 χρόνια, με πολλά σκαμπανεβάσματα στην πορεία.

παρεμπιπτόντως

expression (incidentally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
By the way, have you seen this before?
Παρεμπιπτόντως, το έχεις δει αυτό;

ανοίγω δρόμο

verbal expression (path: remove obstacles) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They took out the old walnut grove to clear the way for the bypass.

ανοίγω δρόμο

verbal expression (figurative (remove obstacles) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
City council approval cleared the way for the new mall.

σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρη

verbal expression (push [sb] aside)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An old lady elbowed Dan out of the way as he was trying to get on the bus.

μπαίνω στην μέση

intransitive verb (be an obstacle)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I couldn't see much of the parade because a tall fat man got in the way.

φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση

verbal expression (informal (move aside)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The truck finally got out of the way and I was able to turn right.

ξεμπερδεύω με κτ

verbal expression (informal, figurative (task: complete)

Let's get the cleaning out of the way: then we can do something fun.

πηδιέμαι

intransitive verb (slang (have sex) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He wanted to go all the way but she said no.

εκπληρώνω, πραγματώνω

intransitive verb (informal (completely fulfil expectations)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πεθαίνω

verbal expression (literary (person: die)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλάω, χαλώ

verbal expression (figurative (food: go bad, spoil) (φαγητό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πνέω τα λοίσθια

verbal expression (figurative (project, etc.: come to an end) (μεταφορικά)

διευκολύνω την κατάσταση

verbal expression (figurative (make [sth] go more smoothly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard's friend greased the wheels a little to help him get his job application processed early.

έτσι έχουν τα πράγματα

expression (informal (that is how things normally happen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη μέση

adjective (causing an obstruction) (για εμπόδια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You've left your car in the way and I can't get past it.

εμποδίζω

verbal expression (physically blocking [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you move your suitcase out of the hallway, please? It's in the way.

εμποδίζω

verbal expression (impeding work, progress, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρόμοια με, σαν, όπως

preposition (similar to, like)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχετικά με, όσον αφορά

preposition (relating to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There isn't much in this book in the way of European history.
Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες στο βιβλίο σχετικά με την ευρωπαϊκή ιστορία.

σπρώχνω, κτυπώ

verbal expression (informal (shove aside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He ran down the school hallway knocking people out of his way.

δείχνω τον δρόμο

verbal expression (serve as guide)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John knows where we are going, so he will lead the way.

ανοίγω τον δρόμο

verbal expression (figurative (be the first to do [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ford led the way into mass-produced automobiles.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του the way στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του the way

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.