Τι σημαίνει το vestido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vestido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vestido στο ισπανικά.

Η λέξη vestido στο ισπανικά σημαίνει φόρεμα, ενδεδυμένος, ντυμένος, ντυμένος, ντυμένος, ντυμένος, ρούχο, φόρεμα, φουστάνι, περιβολή, αμφίεση, ντυμένος, ντυμένος καλά, ένδυμα, ποδιά, πουκαμίσα, ρόμπα, τήβεννος, τουαλέτα, ντύνω, φοράω, ενδύομαι τα ιερά άμφια, φοράω, φορώ, φόρεμα με κουμπιά, τουνίκ, φόρεμα σε ίσια γραμμή, ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα, καλοντυμένος, ντυμένος στην πένα,στην τρίχα, μαυροφορεμένος, μαυροντυμένος, ντυμένος, αμάνικο φόρεμα, εξώπλατος, τουαλέτα, ντιρντλ, αστυνομικός με πολιτική περιβολή, αστυνομικός με πολιτικά ρούχα, βραδυνό φόρεμα, ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμα, νυφικό, επίσημο ένδυμα, καλοκαιρινό φόρεμα, κρουαζέ φόρεμα, φουστάνι, φόρεμα, επίσημη ενδυμασία, επίσημο ένδυμα, μακρύ φόρεμα, είμαι όλα τα λεφτά, τα σπάω, καλοντυμένος, ντυμένος με φθαρμένα ρούχα, ντυμένος με κτ, που φοράει, βραδινό φόρεμα, νυφικό, κομψός, μισοντυμένος, εφαρμοστό φόρεμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vestido

φόρεμα

nombre masculino (γυναικείο ρούχο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Llevaba un bonito vestido azul.
Φορούσε ένα υπέροχο μπλε φόρεμα (or: φουστάνι).

ενδεδυμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los monjes vestidos pusieron sus manos en oración.

ντυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ντυμένος

adjetivo

ντυμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Si vienes a las 8 de la mañana, es probable que todavía no esté vestido.

ντυμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un oficial de policía encontró el cuerpo vestido del hombre muerto en una zanja.

ρούχο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tienda borda logos y diseños en todo tipo de vestidos.
Το μαγαζί διακοσμεί κάθε είδος ρούχων με λογότυπα και σχέδια.

φόρεμα, φουστάνι

nombre masculino (de mujer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La chica llevaba un vestido con rizos y un gorro a juego.

περιβολή, αμφίεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué es ese extraño vestido que lleva puesto Ellie?

ντυμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El ciclista vestido de lycra frenó para dejar cruzar a los peatones.

ντυμένος καλά

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ένδυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una camiseta no es la vestimenta adecuada para una audiencia judicial.
Ένα μπλουζάκι δεν είναι η κατάλληλη αμφίεση για το δικαστήριο.

ποδιά, πουκαμίσα, ρόμπα

(χαλαρό πουκάμισο καλλιτέχνη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había manchas de colores por todo el blusón del artista.

τήβεννος

(de ceremonia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jessica se presentó a la graduación con toga y birrete, lista para empezar.
Η Τζέσικα εμφανίστηκε πανέτοιμη για την αποφοίτηση με το καπέλο και την τήβεννό της.

τουαλέτα

(βραδινό φόρεμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kelsey llevó un bonito traje al baile.
Η Κέσλεϋ φόρεσε μια όμορφη τουαλέτα στον χορό.

ντύνω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Quién vestirá a los pobres si la institución benéfica cierra?
Ποιος θα ντύνει τους φτωχούς αν κλείσει το φιλανθρωπικό ίδρυμα;

φοράω

(ropa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Qué tamaño vistes?

ενδύομαι τα ιερά άμφια

(iglesia) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El cura se vistió para dar misa.

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Qué debo ponerme hoy?
Τι να βάλω σήμερα;

φόρεμα με κουμπιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τουνίκ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φόρεμα σε ίσια γραμμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vestía un atuendo negro.
Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα.

ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα

locución adjetiva (provocativo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las actrices que van a la ceremonia de los Óscar van vestidas para matar.
Οι ηθοποιοί που παραβρέθηκαν στην τελετή των Όσκαρ ήταν ντυμένες στην τρίχα.

καλοντυμένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El joven elegantemente vestido tenía lo último en ropa.

ντυμένος στην πένα,στην τρίχα

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαυροφορεμένος, μαυροντυμένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ντυμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los moteros iban vestidos de cuero negro.

αμάνικο φόρεμα

εξώπλατος

(camiseta) (φόρεμα, μπλούζα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las blusas halter son un suplicio.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φορούσε ένα εξώπλατο φόρεμα και ήταν κούκλα.

τουαλέτα

(επίσημο φόρεμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ντιρντλ

(παραδοσιακή φορεσιά)

αστυνομικός με πολιτική περιβολή, αστυνομικός με πολιτικά ρούχα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βραδυνό φόρεμα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cathy estaba furiosa porque el torpe mesero derramó vino sobre su vestido de fiesta nuevo.

νυφικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίσημο ένδυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La invitación dice que debes usar traje de etiqueta, así que debo comprarme un traje nuevo.

καλοκαιρινό φόρεμα

κρουαζέ φόρεμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φουστάνι, φόρεμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίσημη ενδυμασία

locución nominal masculina

επίσημο ένδυμα

μακρύ φόρεμα

είμαι όλα τα λεφτά, τα σπάω

locución verbal (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλοντυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Daniel estaba vestido formalmente para su entrevista.

ντυμένος με φθαρμένα ρούχα

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντυμένος με κτ

που φοράει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una anciana vestida de negro vendía aceitunas.

βραδινό φόρεμα

locución nominal masculina

νυφικό

El vestido de boda de Jane fue espectacular.
Το νυφικό τη Τζέιν ήταν απίστευτο.

κομψός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Te ves muy bien vestido. ¿Dónde compraste esa chamarra?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δείχνεις πολύ κομψός. Από πού το πήρες το μπουφάν;

μισοντυμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εφαρμοστό φόρεμα

Amanda fue a la fiesta con un vestido tubo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vestido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του vestido

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.