Τι σημαίνει το i στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης i στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του i στο Αγγλικά.

Η λέξη i στο Αγγλικά σημαίνει εγώ, I, i, εγώ, πρώτος, πρώτος, πρώτος, αρχικός, κύριος, πρώτος, πρώτα, πρώτα απ' όλα, πρώτος, πρώτος, πρώτη του μηνός, η πρώτη, πρώτη, πρώτος, πρώτος, πρώτη φορά, κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα, αρχή, πρώτος, πρώτος, πρώτη βάση, άριστα, πρώτης διαλογής προϊόν, ο Πρώτος, η Πρώτη, η πρώτη, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, όπως το βλέπω εγώ, όπως έλεγα, τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή, Μπορώ να σας βοηθήσω;, τσι, είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, ενδεχομένως, γλυκαιμικός δείκτης, στρατιώτης, Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;, Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;, συμφωνώ, είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι από, κατάγομαι από, φεύγω, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, συγγνώμη, κρίμα, Συλλυπητήρια, συγγνώμη, Παρακαλώ πολύ!, Πως είπατε;, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω ότι/πως, νομίζω ότι/πως, Σίγουρα, δεν κρατιέμαι, τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω, δεν ξέρω, Δέχομαι., δε με νοιάζει, δεν ξέρω, δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει, δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα, δε νομίζω, προσωπικά, ξέχασα, κατάλαβα, το έχω, μάλλον, ίσως, μπορεί, σε μισώ, πρέπει, το ξέρω, μου αρέσει, μου αρέσεις, αναμένω την απάντησή σας, αναμένω απάντησή σας, σ'αγαπώ, σε αγαπώ, σ'αγαπώ, σε αγαπώ, σ'αγαπώ, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, θέλω να πω, το εννοώ, Μου λείπεις, οφείλω να τονίσω, σε χρειάζομαι, ό,τι είχα να πω το είπα, καλά, λέω, κατάλαβα, νομίζω, σκέφτομαι άρα υπάρχω, σε θέλω, αναρωτιέμαι, δέχομαι, θα μου λείψεις, μακάρι να, πολύ θα' θελα, που τέτοια τύχη, σε λατρεύω, θα ήθελα κτ, θα ήθελα, δεν βάζω και στοίχημα, μάντεψε τι, δηλαδή, θα, είχα, με μεγάλη μου χαρά, θα, βρε που να με πάρει!, να με πάρει και να με σηκώσει, είμαι, φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι, αυτό φοβάμαι, είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι μέσα, αναλαμβάνω εγώ, συγγνώμη, λυπάμαι, έχω, έχω, είσοδος/έξοδος, ταυτότητα, αν ήξερα ότι/πως..., αν ήμουν στη θέση σου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης i

εγώ

pronoun (first person: myself)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I love you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εγώ είμαι ψηλότερη από την αδερφή μου.

I, i

noun (ninth letter of alphabet) (γράμμα λατινικού αλφαβήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The letter "i" is the ninth in the alphabet.
Το γράμμα «ι» είναι το ένατο της αλφαβήτου.

εγώ

noun (the self)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
How do we distinguish between I and not-I?

πρώτος

adjective (1st in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
For many people, Ronaldo would be first on a list of the world's greatest soccer players. I liked the first song best.
Για πολλούς ο Ρονάλντο θα ήταν πρώτος στη λίστα με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Το πρώτο τραγούδι μου άρεσε περισσότερο.

πρώτος

adjective (in race, competition: placed 1st)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was first in the spelling competition. The team is currently first in the league.
Βγήκε πρώτη στον διαγωνισμό ορθογραφίας.

πρώτος

adjective (closest to the front)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We sat in the first row of seats.
Καθίσαμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων.

αρχικός, κύριος

adjective (primary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The first reason for doing this is to help other people.
Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους.

πρώτος

adverb (before everyone else)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He walked through the door first, and everyone else followed.
Πρώτος βγήκε αυτός από την πόρτα και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι.

πρώτα

adverb (firstly: before anything else)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
What we need to do first is find a place to stay.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε.

πρώτα απ' όλα

adverb (firstly: introducing first point)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
First, I would like to thank you all for coming.

πρώτος

adverb (race, competition: in 1st place)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chloe finished first out of 80 runners.

πρώτος

noun (invariable (in a series, list: 1st item, person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I like the first better than the second.
Προτιμώ το πρώτο από το δεύτερο.

πρώτη του μηνός

noun (first day of the month)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We don't get paid again until the first.
Δε πληρωνόμαστε πριν την πρώτη του μηνός.

η πρώτη

noun (UK (first day of specified month) (του μήνα)

In France, the first of May is a public holiday.

πρώτη

adjective (lowest automobile gear)

Switch to first gear when going up steep hills.
Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός.

πρώτος

adjective (music: section leader)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She plays first clarinet in the orchestra.
Είναι το πρώτο κλαρινέτο της ορχήστρας.

πρώτος

adjective (baseball: base)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He didn't make it past first base.
Δεν κατάφερε να περάσει ούτε μέχρι την πρώτη βάση.

πρώτη φορά

adverb (for the first time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I first came to New York when I was a little girl.
Πρωτοήρθα στη Νέα Υόρκη όταν ήμουν μικρούλα.

κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα

adverb (rather, sooner)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lie to you? I'd kill my own mother first!
Να σου πω ψέμματα; Κάλλιο (or: προτιμότερο) να μου κοπεί η γλώσσα!

αρχή

noun (beginning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was a good worker from the first.
Ήταν πολύ καλή εργάτρια από την αρχή.

πρώτος

noun (music: section leader)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The composer intended the second violinists to contrast with the firsts.
Ο συνθέτης επεδίωξε τα δεύτερα βιολιά να έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα βιολιά της ορχήστρας.

πρώτος

noun (first place in a competition)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
She's always the first in any competition.
Είναι πάντα πρώτη σε όλους τους διαγωνισμούς.

πρώτη βάση

noun (baseball: base)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He's on first.
Βρίσκεται στην πρώτη βάση.

άριστα

noun (UK (first-class honors)

He got a first from Cambridge.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κόρη μου αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Σάρρεϊ με άριστα.

πρώτης διαλογής προϊόν

noun (commerce: best quality goods)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We sell firsts at a slightly higher price than seconds.
Πουλάμε τα πρώτης διαλογής προϊόντα σε ελαφρώς υψηλότερες τιμές απ' ότι τα δεύτερης διαλογής.

ο Πρώτος, η Πρώτη

noun (1st monarch with specified name)

Queen Elizabeth the First was 25 years old when she came to the throne.

η πρώτη

noun (music: 1st symphony, etc.)

Beethoven's First was written in C major.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverb (in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I'm concerned, that was the best film of the year.
Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverb (as for me, as regards me)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I'm concerned, I never want to eat another fried alligator steak.
Όσον με αφορά, δεν θέλω να φάω τηγανητή μπριζόλα αλιγάτορα ποτέ ξανά.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

adverb (to my knowledge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I know, the bank approved the loan. The boss is in his office, as far as I know.
Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω.

όπως το βλέπω εγώ

adverb (in my opinion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπως έλεγα

adverb (to resume after interruption)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As I was saying before being interrupted, the lady of the house is not home.

τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή

noun (initialism (cost, insurance, and freight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Μπορώ να σας βοηθήσω;

expression (to a customer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can I help you? asked the sales clerk.

τσι

noun (Chinese medicine: energy)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The Qi Gong master trained the students to feel the chi flowing through their bodies.

είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός

verbal expression (figurative (attend to detail)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

expression (possibly, even though I do not know)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I won't argue with you; for all I know, there may actually be little green men on Mars.

ενδεχομένως

adverb (dated (possibly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γλυκαιμικός δείκτης

noun (initialism (glycemic index)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Agave nectar has a low G.I.

στρατιώτης

noun (informal, initialism (US soldier) (του αμερικανικού στρατού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The G.I. is stationed overseas during the war.

Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

expression (what do you need?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Store clerks often ask customers, "How can I help you?"

Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;

expression (informal (I don't know.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Why are you asking me if it's going to rain tomorrow? How should I know?

συμφωνώ

interjection (I am of the same opinion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
“I agree!” Tom said. “You're right!”
«Συμφωνώ!» είπε ο Τομ. «Έχεις δίκιο!»

είμαι καλά

interjection (I am well)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'm fine! But how are you?
Είμαι καλά! Εσύ πως είσαι;

είμαι καλά

interjection (informal (I don't need anything)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'm fine, thanks! I've got everything I need.
Είμαι καλά, ευχαριστώ! Έχω όλα όσα χρειάζομαι.

είμαι από, κατάγομαι από

expression (my place of origin is)

I'm from Poland, though I've lived in London for more than ten years now.
Είμαι (or: κατάγομαι) απ' την Πολωνία, ωστόσο ζω στο Λονδίνο πάνω από δέκα χρόνια.

φεύγω

interjection (I am about to leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I know I'm late for lunch. I am going now!
Ξέρω πως έχω αργήσει για το μεσημεριανό, φεύγω τώρα!

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

interjection (informal (I am satisfied)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do you need anything? - No, I'm good.

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

interjection (I feel content or satisfied)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm happy to spend the holidays with my family this year.

συγγνώμη

interjection (apology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am sorry, I made a mistake.

κρίμα

interjection (I offer my sympathy)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Συλλυπητήρια

interjection (formal (condolences)

I'm sorry for your loss; your father will be missed by all who knew him.

συγγνώμη

verbal expression (sorry, excuse me)

I beg your pardon, I didn't realise my chair was on your coat.

Παρακαλώ πολύ!

interjection (ironic (indignation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I beg your pardon! I'm certainly not in my sixties!

Πως είπατε;

interjection (Could you repeat that?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I beg your pardon? I didn't quite catch that.

πιστεύω, νομίζω, θεωρώ

expression (I think this is true)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He is very intelligent, I believe.

πιστεύω ότι/πως, νομίζω ότι/πως

expression (with clause: I think that)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I believe the class begins on Monday.

Σίγουρα

interjection (informal (that is not surprising)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Dad was mad at me for taking the car." "I bet!"

δεν κρατιέμαι

interjection (I am excited about [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"This time next week we'll be on holiday." "I can't wait!"
«Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!»

τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω

verbal expression (I assume, I think likely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I daresay you're hungry after your long walk?
Να υποθέσω ότι πεινάς μετά τον περίπατό σου;

δεν ξέρω

expression (declaration of ignorance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There is no point asking me; I do not know. I do not know the answer to that complicated math problem!

Δέχομαι.

interjection (marriage vow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ronald Jacobs, do you promise to love this woman for the rest of your days? I do.

δε με νοιάζει

interjection (It's not important to me.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"You can't go out dressed like that; you'll get cold." "I don't care."
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. «Πληγώθηκε με αυτά που του είπες». «Σκασίλα μου.»

δεν ξέρω

interjection (informal (declaration of ignorance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Who's that woman talking to your brother?" "I don't know."
«Ποια είναι η γυναίκα που μιλάει στον αδερφό σου;» «Δεν ξέρω.»

δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει

interjection (informal (I have no preference)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"We can go to the cinema or ten-pin bowling. What do you want to do?" "I don't mind."
«Μπορούμε να πάμε σινεμά ή για μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Τι προτιμάς να κάνουμε;» «Δεν έχω πρόβλημα (or: δεν με νοιάζει).»

δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα

interjection (informal (I am not upset)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't mind if you sit beside me.
Δεν με πειράζει να κάτσεις δίπλα μου.

δε νομίζω

interjection (I believe not)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When Tom asked me if Sally was coming to the party I replied "I don't think so".

προσωπικά

expression (personally, in contrast to others)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Well, I for one enjoy classical music, even if none of my friends do.

ξέχασα

interjection (US (I cannot remember)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κατάλαβα

interjection (slang (I understand)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ah, I got it. Thanks for the explanation!
Κατάλαβα. Ευχαριστώ για την εξήγηση.

το έχω

interjection (US, slang (I have the matter in hand) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't worry about washing the dishes. I got it.
Μην ανησυχείς για το πλύσιμο των πιάτων. Το 'χω εγώ.

μάλλον, ίσως, μπορεί

expression (informal: followed by clause (I suppose that)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I guess you're right. As we can't disprove that he stayed in all day, I guess we will just have to take his word for it.
Μάλλον (or: Ίσως) έχεις δίκιο. Αφού δεν μπορούμε να διαψεύσουμε ότι έμεινε μέσα όλη μέρα, μάλλον θα πρέπει να βασιστούμε στα λόγια του.

σε μισώ

interjection (I dislike you intensely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This is not love! I hate you!
Αυτό δεν είναι αγάπη! Σε μισώ!

πρέπει

auxiliary verb (I must, I am obliged to)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I have to go now, or I'll miss my train. I don't want to go but I have to.
Πρέπει να φύγω τώρα, διαφορετικά θα χάσω το τρένο μου. Δε θέλω να φύγω, αλλά πρέπει.

το ξέρω

interjection (I am already aware)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I know that! You don't have to explain it to me!
Το ξέρω αυτό! Δε χρειάζεται να μου το εξηγείς!

μου αρέσει

interjection (I find it appealing)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
What a lovely dress! I like it.

μου αρέσεις

interjection (I find you appealing)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I like you a lot, but I don't love you. I like you. You seem like such a nice person.
Μου αρέσεις αρκετά αλλά δεν σ' αγαπάω. Μου αρέσεις. Φαίνεσαι πολύ καλός άνθρωπος.

αναμένω την απάντησή σας

expression (written, slightly formal (application, request: signing off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thank you for your attention, and I look forward to hearing from you soon.

αναμένω απάντησή σας

expression (written, slightly formal (application, request: signing off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thank you for your consideration, and I look forward to your reply.

σ'αγαπώ

expression (textspeak, abbreviation (I love you)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
See you for dinner tonight. I love u.

σε αγαπώ, σ'αγαπώ

interjection (declaration of strong affection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love you, Mom!
Σ' αγαπώ μαμά!

σε αγαπώ, σ'αγαπώ

interjection (declaration of strong romantic feelings)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love you and I want to spend the rest of my life with you.
Σ' αγαπώ και θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί σου.

σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ

interjection (great affection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love you so much that I can't stand to be apart from you.
Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου.

θέλω να πω

expression (that is to say)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How are you? I mean, have you recovered completely from your illness?
Πώς είσαι; Θέλω να πω, έχεις συνέλθει εντελώς από την αρρώστια;

το εννοώ

expression (it's true)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I say I care about you, I mean it.

Μου λείπεις

interjection (I feel your absence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I miss you, my darling. Come home soon.
Μου λείπεις αγάπη μου. Γύρνα γρήγορα σπίτι.

οφείλω να τονίσω

verbal expression (It is important that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I must emphasize that this situation is very serious.

σε χρειάζομαι

interjection (I am dependent on you)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John, I don't just love you, I need you!
Τζον, δεν είναι ότι απλώς σ' αγαπάω, σε χρειάζομαι!

ό,τι είχα να πω το είπα

interjection (That proves my point)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So, you agree with me? Then I rest my case.

καλά

interjection (UK, dated (well!)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I say, Jeeves! - that was a splendid party, was it not?

λέω

expression (my opinion is as follows)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How can our company save money during this recession? I say we stop hiring and freeze salaries.

κατάλαβα

interjection (I understand)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
So, you don't like this office? I see. We'll try to get you moved as soon as possible.
Ώστε δεν σου αρέσει αυτό το γραφείο; Κατάλαβα. Θα προσπαθήσουμε να σε μετακινήσουμε το συντομότερο δυνατόν.

νομίζω

interjection (I believe that to be true)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Is he coming with us?" "I think so, but let me call him to make sure."

σκέφτομαι άρα υπάρχω

expression (Cartesian philosophy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε θέλω

interjection (informal (I am sexually attracted to you)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I want you. Let's leave this party and go back to my place.

αναρωτιέμαι

expression (I'm curious about [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was wondering if you would like to go to the museum with me on Saturday.

δέχομαι

interjection (marriage vow) (σε γάμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Abigail Smith, will you promise to love this man and be faithful?" "I will."
«Άμπιγκεϊλ Σμιθ, δέχεσαι ν' αγαπάς αυτόν τον άντρα και να του είσαι πιστή;» «Δέχομαι.»

θα μου λείψεις

interjection (I will feel your absence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Goodbye, son. I'll miss you.

μακάρι να

expression (informal (if only)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wish that we could talk about what's been bothering you.
Θα ήθελα να μπορούσαμε να μιλήσουμε γι' αυτό που σ' ενοχλεί.

πολύ θα' θελα, που τέτοια τύχη

interjection (informal (unfortunately not)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Did I win the lottery? I wish!
Αν κέρδισα το λαχείο; Πού τέτοια τύχη;

σε λατρεύω

interjection (declaration of strong admiration)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I worship you and the ground you walk on!

θα ήθελα κτ

expression (polite (with object: I want)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would like the coq au vin, please.
Θα ήθελα τον κρασάτο κόκκορα, παρακαλώ.

θα ήθελα

expression (polite (I want)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would like you to be more involved in the community website.
Θα ήθελα να συμμετέχεις περισσότερο στην ιστοσελίδα της κοινότητας.

δεν βάζω και στοίχημα

interjection (informal (that is very unlikely)

Jessica thinks she's going to get the job, but I wouldn't bet on it!

μάντεψε τι

noun (children's game) (παιχνίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δηλαδή

adverb (Latin, abbreviation (id est: that is)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Only one country, i.e., China, voted against the measure.
Μόνο μια χώρα, η Κίνα δηλαδή, ψήφισε κατά του μέτρου.

θα

contraction (colloquial, abbreviation (I would)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
I'd like to get married this year.

είχα

contraction (abbr (I had)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με μεγάλη μου χαρά

interjection (enthusiastic yes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Would you like to go out for a drink?" "I'd love to."

θα

contraction (colloquial, abbreviation (I will)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
I'll eat dinner at 7:00 tonight.

βρε που να με πάρει!

interjection (potentially offensive, slang (surprise, disbelief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Well, I'll be damned; if it isn't my long-lost sister!

να με πάρει και να με σηκώσει

expression (potentially offensive, slang (defiance) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll be damned if I'm going to let you take our son!

είμαι

contraction (colloquial, abbreviation (I am)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm the best waiter in this restaurant.
Είμ' ο καλύτερος σερβιτόρος σε αυτό το εστιατόριο.

φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι

expression (regretfully)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm afraid I didn't do a very good job yesterday. I'm afraid I must go now.

αυτό φοβάμαι

interjection (yes, regretfully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Do I really have to take the test?" "I'm afraid so. It's compulsory."

είμαι καλά

interjection (slang (I am well)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"How are you?" "I'm good, thanks."
«Τι κάνεις;» «Είμαι καλά, ευχαριστώ.»

είμαι καλά

interjection (slang (I have, have had enough) (δεν θέλω άλλο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Would you like another slice of pizza?" "No thanks, I'm good."
«Θα ήθελες ακόμη ένα κομμάτι πίτσα;»«Όχι, ευχαριστώ, είμαι καλά.»

είμαι μέσα

expression (informal (willing to do [sth]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you want to go to the baseball game, I'm in.

αναλαμβάνω εγώ

expression (informal (I will do it)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When her boss asked if she would handle the pile of paperwork, June replied, "I'm on it!"

συγγνώμη

interjection (informal (I apologize)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm sorry for breaking your favorite lamp!
Συγγνώμη που έσπασα το αγαπημένο σας φωτιστικό!

λυπάμαι

interjection (informal (I offer my sympathy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I am sorry for your loss.
Λυπάμαι για την απώλειά σας.

έχω

contraction (colloquial, abbreviation (I have)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've eaten too much. I've been working here for five years.

έχω

contraction (colloquial, abbreviation (I have, I own)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've got a headache. I've got two cats and three dogs.
Έχω πονοκέφαλο. Έχω δύο γάτες και τρεις σκύλους.

είσοδος/έξοδος

noun (initialism (input-output)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταυτότητα

noun (informal, abbreviation (identity card)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You'll need to show your ID card to get in.

αν ήξερα ότι/πως...

expression (with more information)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I had known it was going to rain, I wouldn't have suggested going to the beach.

αν ήμουν στη θέση σου

expression (used to offer advice)

Your meal looks disgusting; if I were you, I'd complain.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του i στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του i

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.