Τι σημαίνει το down to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης down to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του down to στο Αγγλικά.

Η λέξη down to στο Αγγλικά σημαίνει κάτω, κάτω, -, προς τα κάτω, πιο κάτω, από, στη διάρκεια, κάτω, πεσμένος, χαμηλός, πεσμένος, κάτω, down, ντάουν, πίσω, που φεύγει από την πόλη, εκτός λειτουργίας, -, μείον, -, κάθετα, έχω, εξαρτώμαι, Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία., που οφείλεται σε κτ/κπ, -, -, -, -, -, -, τοις μετρητοίς, σε μετρητά, -, -, -, -, ψήνομαι για κτ, κάτω, πούπουλο, χνούδι, χνούδι, λιβάδι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πουπουλένιος, λιβάδια, άσχημα γεγονότα, -, κατεβαίνω, πίνω, καταρρίπτω, κερδίζω, νικάω, συνοψίζομαι, πολύ πιο κάτω, πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα, κάνω ραπέλ σε κτ, προετοιμάζομαι, πνιγμένος, καταλαβαίνω τη νεολαία, απορρίπτομαι, κατεβάζω, ξεπλένομαι, ρίχνω, ποιος να το 'λεγε, σκαμπανεβάζω, κρατάω μόνο την ουσία, πιεσμένος, φορτωμένος, ξεσπάω σε κλάμματα, αναλύω, κόφ' το, βλάβη, διάσπαση, νευρική κρίση, ανάλυση, ανάλυση, διακοπή, κατακερματισμός, κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια, χαλασμένος, τρέχω, καίγομαι ολοσχερώς, καίω ολοσχερώς, καμένος, πουκάμισο με κουμπιά στο κολάρο, πουκάμισο με κουμπωτούς γιακάδες, πουκάμισο με κουμπωτούς γιακάδες, συντηρητικός, επιφυλακτικός, συμβατικός, μειώνω το επιτόκιο, Ηρέμησε!, καταβροχθίζω, καταβροχθίζω, κατεβαίνω, κατεβαίνω, υποχώρηση, που έχει κλείσει, κλείσιμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης down to

κάτω

adverb (from higher to lower)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He climbed down from the tree.
-

κάτω

adverb (on the bottom)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There's a house down there in the valley.
Υπάρχει ένα σπίτι εκεί κάτω στην κοιλάδα.

-

adverb (away from here) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Are you coming down to the pub with us?
Θα έρθεις μαζί μας στην παμπ;

προς τα κάτω

preposition (from higher to lower place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They walked down the mountain.
Περπάτησαν προς τα κάτω στο βουνό.

πιο κάτω

preposition (further along)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The restaurant is just down the street.
Το εστιατόριο είναι λίγο πιο κάτω στο δρόμο.

από

preposition (near body of water) (απόσταση)

They live about 20 miles down river.
Μένουν περίπου 20 μίλια από το ποτάμι.

στη διάρκεια

preposition (throughout: years, ages, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Philosophers have sought answers down the ages.
Φιλόσοφοι έχουν αναζητήσει απαντήσεις στη διάρκεια των αιώνων.

κάτω

adverb (southward) (μεταφορικά: νότια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We're going down to Italy for our holidays this year.
Φέτος θα πάμε για διακοπές κάτω στην Ιταλία.

πεσμένος

adjective (lower) (δείχνει μείωση)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The price of oil is down this week.
Η τιμή του πετρελαίου είναι πεσμένη αυτή την εβδομάδα.

χαμηλός

adjective (level: reduced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The water level is down. We should add some more.

πεσμένος

adjective (figurative, informal (sad or depressed) (μτφ, καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I feel a little down, but I'll be alright.

κάτω

adjective (to the south)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They're down on the south coast all week.

down, ντάουν

adjective (American football: stopped)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The referee declared the ball down.

πίσω

adjective (sports: behind in score)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The Danish team is down ten points.
Η δανέζικη ομάδα είναι δέκα πόντους πίσω.

που φεύγει από την πόλη

adjective (UK (trains: away from capital)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The down train leaves from this platform.

εκτός λειτουργίας

adjective (informal (not working, out of order)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The server's down. You'll have to try again later.
Έπεσε ο σέρβερ. Πρέπει να ξαναδοκιμάσετε αργότερα.

-

adjective (informal (learned) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Have you got your lines down for the school play yet?.
Έχεις μάθει τα λόγια σου για τη σχολική παράσταση;

μείον

adjective (informal (gambling: with losses of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm down three hundred dollars.
Έχω μπει μέσα τρακόσια δολάρια.

-

adjective (informal (finished) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We've got three reports down, one to go!
Έχουμε τελειώσει τρεις εργασίες, μένει άλλη μία!

κάθετα

adjective (crossword puzzles: vertical) (σταυρόλεξο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I can't work out the answer to 7 down.

έχω

(US, informal (sick with, suffering from) (αρρώστια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's down with the flu and can't come to the party.
Την έχει ρίξει η γρίπη και δεν μπορεί να έρθει στο πάρτι.

εξαρτώμαι

(informal (determined by) (από κάτι/κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Whether he goes free or not is down to the judge's decision.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αν θα σταματήσει να καπνίζει ή όχι είναι στο χέρι του.

Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.

(left with only) (αριθμός που έχει απομείνει)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We're down to the last of the coffee, so could you buy some more while you're out?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω μόνο δύο καλαμάκια, μπορείς ν' αγοράσεις ένα πακέτο;

που οφείλεται σε κτ/κπ

(informal (caused by)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The accident was entirely down to driver error.

-

adverb (written) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Have you got that down yet?
Το σημείωσες ή όχι ακόμα;

-

adverb (sitting or lying) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I put her down for her nap.
Την έβαλα για ύπνο.

-

adverb (to lower value) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Prices have come down in recent weeks.
Οι τιμές έπεσαν τις τελευταίες εβδομάδες.

-

adverb (reduced: in volume, amount, etc.) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We've got our luggage down to one suitcase each.
Μειώσαμε τις αποσκευές μας σε μία ο καθένας.

-

adverb (time: earlier to later) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Language changes down through the ages.
Η γλώσσα αλλάζει με την πάροδο των χρόνων.

-

adverb (to lesser strength) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The beer tastes watered down.
Η μπύρα έχει χάσει τη γεύση της.

τοις μετρητοίς, σε μετρητά

adverb (cash payment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
How much money can you put down?
Πόσα χρήματα μπορείς να δώσεις τοις μετρητοίς;

-

adverb (into submission) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He shouted down his opponent.
Επιβλήθηκε στον αντίπαλό του με τις φωνές.

-

adverb (fixed state) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The antenna was tied down with ropes.
Η κεραία ήταν στερεωμένη με σκοινιά.

-

adverb (to the source) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He tracked down his natural father.
Εντόπισε τον βιολογικό του πατέρα.

-

adverb (suppressed) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He choked down his emotions.
Κατέπνιξε τα συναισθήματά του.

ψήνομαι για κτ

expression (slang (keen to do [sth]) (αργκό, μεταφορικά)

Sure, I'm down for going hiking this weekend.
Είμαι μέσα για πεζοπορία αυτό το ΣΚ.

κάτω

interjection (command to a dog) (εντολή σε σκύλο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Down, boy! Get back to your kennel.

πούπουλο

noun (bird: soft feathers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These pillows are filled with goose down.
Αυτά τα μαξιλάρια είναι γεμισμένα με πούπουλα χήνας.

χνούδι

noun (person: soft hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was sixteen and had down on his chin.

χνούδι

noun (botany: fuzz)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peaches have a layer of down on their skin.

λιβάδι

noun (range of low ridges in England)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (sea area in England)

πουπουλένιος

noun as adjective (made with soft feathers)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I find a down pillow more comfortable than a synthetic one.

λιβάδια

plural noun (UK (rolling country)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sheep were grazing on the downs.

άσχημα γεγονότα

plural noun (informal (negative events, experiences)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Life has been hard on me lately; I've had more downs than ups this past year.

-

preposition (UK, informal (at, to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Were you down the pub last night?
Ήσουν στην παμπ χτες;

κατεβαίνω

intransitive verb (informal (fall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The road ups and downs all the way to the sea.

πίνω

transitive verb (informal (drink)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He downed his beer and left.

καταρρίπτω

transitive verb (shoot from the sky)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They downed a helicopter with just a rifle.

κερδίζω, νικάω

transitive verb (informal (subdue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That wrestler could down anyone in thirty seconds.

συνοψίζομαι

(figurative, informal (be essentially)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What it all boils down to is a failure to plan.
Αυτό συνοψίζεται σε αποτυχία σχεδιασμού.

πολύ πιο κάτω

adverb (far below)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's a long way down from the top of the cliff.

πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα

preposition (a significant distance along)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The climber fell a long way down the mountain, but luckily landed in deep snow.

κάνω ραπέλ σε κτ

(descend using a rope)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sharon abseiled down the side of a skyscraper to raise money for charity.

προετοιμάζομαι

verbal expression (figurative (prepare defenses)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πνιγμένος

verbal expression (figurative (encumbered or oppressed) (μτφ: σε κτ ή με κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The lawyer was bogged down in paper work.

καταλαβαίνω τη νεολαία

verbal expression (informal (know about youth trends)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dad thinks he's down with the kids; it's so embarrassing!

απορρίπτομαι

verbal expression (be rejected or refused)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He applied for a job as a flight attendant but was turned down.

κατεβάζω

intransitive verb (figurative, informal (food: be accompanied by a drink) (φαγητό: συνοδεία ποτού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He washed his pub lunch down with a pint of lager.
Κατέβασε το φαγητό του με ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα.

ξεπλένομαι

verbal expression (be cleaned with water) (καθαρισμός με νερό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After driving through all the mud, my car had to be washed down.

ρίχνω

(wind: knock over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wind blew down our swing set and shade umbrella.
Ο αέρας έριξε την κούνια μας και την ομπρέλα για τον ήλιο.

ποιος να το 'λεγε

interjection (informal (expressing amazement) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Well, blow me down! You won the lottery!
Ποιος να το 'λεγε! Κέρδισες το λαχείο!

σκαμπανεβάζω

intransitive verb (used in compounds (move up and down: on water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The toy boat bobbed along on the surface of the lake.

κρατάω μόνο την ουσία

verbal expression (figurative (reduce to essence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When you boil it all down, you have two choices: In or out.

πιεσμένος, φορτωμένος

adjective (figurative (weighed down, oppressed) (από έννοιες κλπ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jack was bowed down by troubles after he lost his job.

ξεσπάω σε κλάμματα

verbal expression (burst into tears)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helen broke down and cried when she heard the sad news.

αναλύω

verbal expression (figurative, informal (analyze the situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόφ' το

interjection (AU, slang (stop it) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Break it down, will ya?" said Alf. "I've had enough of your whingeing!"

βλάβη

noun (car, machine: failure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary had a breakdown on the way to work, which caused her to be late.
Το αυτοκίνητο της Μέρι έπαθε βλάβη όταν ήταν στον δρόμο για τη δουλειά και γι' αυτό καθυστέρησε να έρθει.

διάσπαση

noun (chemical decomposition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In just a few days, the breakdown of the cell structure was apparent.
Μέσα σε λίγες μόλις μέρες, η διάσπαση της δομής του κυττάρου ήταν εμφανής.

νευρική κρίση

noun (mental collapse)

Apparently, Dr. Harris had a breakdown, so Dr. Watts is taking over his scheduled surgeries.
Απ' ότι φαίνεται, ο Δρ. Χάρις έπαθε νευρική κρίση κι έτσι ο Δρ. Γουατς θα αναλάβει τις προγραμματισμένες εγχειρήσεις του.

ανάλυση

noun (analysis into parts)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A breakdown of the study, its findings, and its implications can be found on page 10.
Στη σελίδα 10 μπορείτε να διαβάσετε μια ανάλυση της μελέτης, τα ευρήματά της και τις επιπτώσεις της.

ανάλυση

noun (finance: itemization)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The breakdown of the department's spending budget is shown in this graph.
Η ανάλυση του προϋπολογισμού δαπανών του τμήματος παρουσιάζεται σε αυτό το γράφημα.

διακοπή

noun (disrupted communication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's been a breakdown in negotiations between the two countries.
Υπήρξε διακοπή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών.

κατακερματισμός

noun (disintegration)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια

verbal expression (make audience laugh or cheer) (ανάλογα την περίπτωση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαλασμένος

adjective (dilapidated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The house was old and its broken-down roof was letting in the rain.
Το σπίτι ήταν παλιό και η χαλασμένη στέγη του άφηνε τη βροχή να μπει μέσα.

τρέχω

(UK (travel quickly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car was bucketing along the road.

καίγομαι ολοσχερώς

(be destroyed by fire)

The factory burnt down in a fire that killed 11 workers.
Το εργοστάσιο κάηκε ολοσχερώς σε μια πυρκαγιά που σκότωσε 11 εργάτες.

καίω ολοσχερώς

(destroy by fire)

A fire burnt the hotel down.
Η πυρκαγιά έκαψε ολοσχερώς το ξενοδοχείο.

καμένος

adjective (destroyed by fire)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The burned-down hotel is being rebuilt.

πουκάμισο με κουμπιά στο κολάρο

noun (has buttons on collar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's always neatly dressed in a freshly-pressed suit and a button-down shirt.

πουκάμισο με κουμπωτούς γιακάδες

adjective (shirt: with collar buttons)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πουκάμισο με κουμπωτούς γιακάδες

adjective (shirt collar: with buttons)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συντηρητικός, επιφυλακτικός, συμβατικός

adjective (informal, figurative (conservative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The new boss seems more buttoned-down than the old one.

μειώνω το επιτόκιο

transitive verb (rate: lower with a subsidy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ηρέμησε!

interjection (don't panic)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Calm down! The matter has been resolved.
Ηρέμησε! Το ζήτημα έχει λυθεί.

καταβροχθίζω

intransitive verb (US, informal (eat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταβροχθίζω

(US, informal (eat [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβαίνω

(descend by grasping)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She managed to climb down the mountain to fetch help for her injured friend.

κατεβαίνω

(descend [sth] by grasping)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If the cat climbed up the tree, I'm sure he can climb down.

υποχώρηση

noun (UK, figurative (retreat from an argument)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που έχει κλείσει

adjective (gone out of business)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They are going to open a clothing store on the site of that closed-down restaurant.
Πρόκειται να ανοίξουν ένα κατάστημα ρούχων στον χώρο εκείνου του εστιατορίου που έχει κλείσει.

κλείσιμο

noun (cessation of work or business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The health and safety inspector ordered a complete closedown until the factory could be made safe.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του down to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του down to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.