Τι σημαίνει το opportunity στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης opportunity στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του opportunity στο Αγγλικά.

Η λέξη opportunity στο Αγγλικά σημαίνει ευκαιρία, ευκαιρία, τύχη, με την πρώτη ευκαιρία, με την πρώτη ευκαιρία, μοναδική ευκαιρία, ίσες ευκαιρίες, καταπληκτική ευκαιρία, εκπληκτική ευκαιρία, κατάλληλη ευκαιρία, κατάλληλη ευκαιρία, μου δίνεται ευκαιρία, δεν μου δίνεται ευκαιρία, εργασιακή ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, χάνω την ευκαιρία, χάνω την ευκαιρία, κόστος ευκαιρίας, απώλεια ευκαιρίας, φωτογράφιση, πρόσκληση για φωτογράφιση, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, ευκαιρία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης opportunity

ευκαιρία

noun (possibility of action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There might be an opportunity to ski while we are there.
Μπορεί να βρεθεί ευκαιρία να κάνουμε σκι όσο θα είμαστε εκεί.

ευκαιρία

noun (a lucky occasion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have an opportunity to buy the house at an excellent price.
Έχουμε την ευκαιρία να αγοράσουμε το σπίτι σε εξαιρετική τιμή.

τύχη

noun (luck, good fortune)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When opportunity knocks, you need to take advantage of it.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν παρουσιάζεται μια ευκαιρία, δεν πρέπει να την αφήνεις να πέσει χάμω.

με την πρώτη ευκαιρία

expression (as soon as possible)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Please respond to this letter at the earliest opportunity.

με την πρώτη ευκαιρία

adverb (as soon as possible)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
When I had the chance I did it at the first opportunity.

μοναδική ευκαιρία

noun (rare opportunity)

The job offer with the television station was the chance of a lifetime.

ίσες ευκαιρίες

noun (usually plural (policies that bar discrimination)

καταπληκτική ευκαιρία, εκπληκτική ευκαιρία

noun (perfect chance)

You can't say no to his offer: it's a golden opportunity.

κατάλληλη ευκαιρία

noun (appropriate or convenient time)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Going to Mary's party will be a good opportunity to make new friends.

κατάλληλη ευκαιρία

noun (good job, investment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This job is a good opportunity, so there will be a lot of applicants.

μου δίνεται ευκαιρία

intransitive verb (have a chance to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've had the opportunity to travel the world.

δεν μου δίνεται ευκαιρία

verbal expression (not have the chance: to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had no opportunity to apologize earlier, but I'd like to say sorry for my rudeness at your party.

εργασιακή ευκαιρία

noun (employment vacancy)

αρπάζω την ευκαιρία

verbal expression (figurative (seize the opportunity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When he asked me if I'd like to go on holiday to Hawaii with him, I leapt at the chance.

αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ

verbal expression (figurative (seize an opportunity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She leapt at the chance to perform with her favourite singer.

μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα

noun (hardly any chance)

In some places, there's little opportunity for work so unemployment is high.

χάνω την ευκαιρία

verbal expression (miss the chance: to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you are ever in London, you should not lose the opportunity to visit Buckingham Palace. Join the queue or you will lose the opportunity to get her autograph.
Αν βρεθείς στο Λονδίνο δεν πρέπει να χάσεις την ευκαιρία να επισκεφτείς το Παλάτι του Μπάγκιγχαμ. Μπες στην ουρά γιατί θα χάσεις την ευκαιρία να πάρεις αυτόγραφό της.

χάνω την ευκαιρία

verbal expression (not take or get the chance)

I never miss an opportunity to travel abroad.

κόστος ευκαιρίας

noun (cost of giving up alternative)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Business decisions often involve calculating the opportunity cost.

απώλεια ευκαιρίας

noun (missed alternative)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωτογράφιση

noun (informal, abbreviation (photo opportunity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόσκληση για φωτογράφιση

noun (to photograph [sth] or [sb])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

verbal expression (use the chance to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you take the opportunity to thank the audience, they'll generally like you better.

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

verbal expression (use your chance to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What a lovely day; I'm going to take the opportunity to sit out in the garden while it's sunny.

ευκαιρία

noun (figurative (limited chance to do [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του opportunity στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του opportunity

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.