Τι σημαίνει το did στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης did στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του did στο Αγγλικά.

Η λέξη did στο Αγγλικά σημαίνει -, φτιάχνω, -, κάνω, κάνω, κάνω, -, πάω, πάω, γεγονός, ντο, χτένισμα, αρκώ, κάνω, είμαι, κάνω, -, φτιάχνω, κάνω, κάνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, παίζω, μαγειρεύω, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, γράφω, κάνω, φτιάχνω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πάω, κάνω, παίρνω, κάνω κτ σε κτ, καλώ κπ να κάνει κτ, μπορώ, μπορώ, έτοιμος, λαχταράω, λαχταρώ, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, εκλιπαρώ, προειδοποιώ κπ να κάνει κτ, συμβουλεύω, έχω την οικονομική δυνατότητα, έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια, έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια, φοβάμαι να κάνω κτ, συμφωνώ να κάνω κτ, έχω στόχο, το μόνο που μπορείς να κάνεις, ότι μπορείς να κάνεις, επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, αφήνω, επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου, αναμένω, περιμένω, ανυπομονώ, κάνω έκκληση, φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ, κανονίζω να κάνω κτ, κανονίζω να κάνει κπ κτ, πείθομαι να κάνω κτ, ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ, φιλοδοξώ, αναθέτω, ανεξέλεγκτος, επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, εξουσιοδοτώ, μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ νύφης, πιέζω κπ να κάνει κτ, επιτρέπεται σε κπ, οδηγούμαι προς, έχω βάλει στόχο να κάνω κτ, είμαι έτοιμος να, πρέπει να, είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος, συνηθίζω να κάνω κτ, νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτ, ικετεύω, εκλιπαρώ, αρχίζω, ξεκινάω, επιβάλλεται, ικετεύω κπ να κάνει κτ, εκλιπαρώ κπ να κάνει κτ, καταλληλότερος, υποβάλλω προσφορά, προστάζω, γεννημένος για κτ, μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο, που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτ, αργά ή γρήγορα, είναι σίγουρο, είναι βέβαιο, βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα, υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, κάνω κτ σύμφωνα με τους κανόνες, που αποσκοπεί σε, σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς, αντέχω να κάνω κτ, αποφασιστικότητα, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κτ, δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ, δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να, θέλω, προσέχω, αναγκάζω, προειδοποιώ, παύω να κάνω κτ, είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ, πιστοποιημένος, προκαλώ κπ να κάνει κτ, ανυπομονώ να κάνω κτ, δίνω εντολή, επιλέγω, ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ, συνεισφέρω για να κάνουμε κτ, διδάσκω, μαθαίνω, καθοδηγώ, καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ, ενώνω τις δυνάμεις μου, επανέρχομαι, Έρχεσαι συχνά εδώ;, διατάζω, υποχρεωμένος, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, είμαι αναγκασμένος να κάνω κτ, είμαι υποχρεωμένος να κάνω κτ, νιώθω αναγκασμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτ, προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω, συναινώ, συνωμοτώ, συνωμοτώ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, αναγκασμένος να κάνω κτ, χαρούμενος, συνεχίζω να κάνω κτ, βρίσκω τρόπο να, πείθω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης did

-

auxiliary verb (used to form question) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Do you know where the dog is?
Ξέρεις που είναι ο σκύλος;

φτιάχνω

transitive verb (create, make)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As an artist, he did fabulous things with scrap metal. What a lovely painting; did you do it?
Ως καλλιτέχνης, έφτιαχνε υπέροχα πράγματα με παλιοσίδερα. Τι ωραίος πίνακας, εσύ τον έφτιαξες;

-

auxiliary verb (used for emphasis) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Do come over for a visit! I do love you, honestly!
Να έρθεις σίγουρα να μας κάνεις επίσκεψη! Σε αγαπάω, αλήθεια λέω!

κάνω

transitive verb (carry out, attend to: task, job)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll do the dishes, since you cooked.
Μια και μαγείρεψες εσύ, θα πλύνω εγώ τα πιάτα.

κάνω

transitive verb (perform) (εργασίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What are you doing this afternoon?
Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα;

κάνω

transitive verb (work as [sth] for a living) (επάγγελμα, δουλειά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What do you do for a living?
Τι δουλειά κάνεις;

-

auxiliary verb (used to form negative) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I do not know.
Δεν ξέρω.

πάω

intransitive verb (informal (fare, manage) (καταφέρνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How are you doing on that project?
Πώς τα πας με το έργο;

πάω

intransitive verb (informal (progress) (επιδόσεις, πρόοδος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How are your kids doing in school?
Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο;

γεγονός

noun (informal (event)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jane bought a red dress for the big do.

ντο

noun (first note of musical scale) (μουσική νότα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The teacher sang 'do, re, mi' and then the children joined her.
Η δασκάλα τραγούδησε το «ντο, ρε, μι», και, έπειτα, τα παιδιά ένωσαν τις φωνές τους με τη δική της.

χτένισμα

noun (abbreviation, informal (hairdo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah's work colleagues all admired her new do.

αρκώ

intransitive verb (informal (be satisfactory)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Will this do for you, or should I work on it some more?
Φτάνει αυτό, ή να το δουλέψω κι άλλο;

κάνω

intransitive verb (behave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do as I say, not as I do.

είμαι

intransitive verb (informal (be in a stated condition) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is she doing any better than yesterday?
Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες;

κάνω

intransitive verb (suffice) (επαρκώ, είμαι εντάξει)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Will decaf do, or should I go out and get some real coffee?

-

intransitive verb (used in place of an earlier verb) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We see things as you do.
Βλέπουμε τα πράγματα όπως (τα βλέπεις) και εσύ.

φτιάχνω

transitive verb (informal (produce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dressmaker could do six dresses in a day.

κάνω

transitive verb (cause an effect) (κακό, ζημιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Drugs can do a lot of harm.

κάνω

transitive verb (informal (study) (διδάσκομαι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We haven't done trigonometry yet.
Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία.

ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω

transitive verb (prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Should I do the dinner tonight?

κάνω

transitive verb (make effort) (ό,τι μπορώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It doesn't matter if you pass the exam or not; just do your best.

παίζω

transitive verb (informal (theatre: present, perform)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're doing Hamlet next.

μαγειρεύω, φτιάχνω

transitive verb (informal (cook)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to do a roast this weekend.

κάνω

transitive verb (have custom of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We don't do that sort of thing here.

φτιάχνω, κάνω

transitive verb (informal (nails: manicure) (τα νύχια μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She spends half an hour doing her nails every day.

γράφω

transitive verb (informal (write)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His next idea is to do a book on the history of Wimbledon.

κάνω

transitive verb (traverse, cover) (απόσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We did five hundred miles in two days.

φτιάχνω

transitive verb (informal (decorate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They did the baby's bedroom in yellow, just in case.

πηγαίνω, πάω

transitive verb (informal (travel at a given speed) (με συγκεκριμένη ταχύτητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They were doing thirty miles an hour when the other car struck them.

πηγαίνω, πάω

transitive verb (informal (travel, sightsee) (ταξίδι, εκδρομή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're going to do the Riviera this summer.

κάνω

transitive verb (act, take action)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't just sit there, do something!

παίρνω

transitive verb (informal (drugs: take)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You're acting really strangely; have you been doing drugs?

κάνω κτ σε κτ

(cause effect on)

That rugby game has done a lot of damage to the grass.

καλώ κπ να κάνει κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (request that [sb] do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The union called on the workers to support a strike.

μπορώ

expression (capable of doing) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The only people able to afford to buy a house in this area are millionaires.
Οι μόνοι που μπορούν να αγοράσουν σπίτι σε αυτή την περιοχή είναι οι εκατομμυριούχοι.

μπορώ

verbal expression (can, have the ability to do)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Claire wasn't able to reach the jar on the top shelf.

έτοιμος

verbal expression (on the point of doing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was just about to step into the bath when the doorbell rang.
Ετοιμαζόμουν να μπω στην μπανιέρα όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.

λαχταράω, λαχταρώ

verbal expression (yearn, long to do) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When it's this cold, I ache to go to the Bahamas.
Όταν κάνει τόσο κρύο, λαχταρώ να πάω στις Μπαχάμες.

παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω

transitive verb (motivate [sb] to do [sth]) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκλιπαρώ

transitive verb (appeal or command: [sb] to do [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προειδοποιώ κπ να κάνει κτ

verbal expression (warn [sb] about doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The judge admonished the witness to tell the truth.

συμβουλεύω

verbal expression (counsel [sb] to do) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I advised him to eat before the flight.
Τον συμβούλεψα να φάει πριν την πτήση.

έχω την οικονομική δυνατότητα

verbal expression (have enough money) (να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now that I'm unemployed I can't afford to go on holiday.
Τώρα που είμαι άνεργος δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να πάω διακοπές.

έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια

verbal expression (figurative (be able to do) (να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The army cannot afford to fight on two fronts at once.
Ο στρατός δεν έχει το περιθώριο (or: δεν έχει την πολυτέλεια) να πολεμά σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα.

έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια

verbal expression (figurative (risk) (να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He can't afford to let her speak badly of him.
Δεν τον παίρνει να την αφήνει να μιλάει άσχημα γι' αυτόν.

φοβάμαι να κάνω κτ

adjective (hesitant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm afraid to jump from the bridge into the river.
Φοβάμαι να πηδήξω στο ποτάμι από τη γέφυρα.

συμφωνώ να κάνω κτ

verbal expression (consent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Olivia's parents agreed to let her go to the party.

έχω στόχο

verbal expression (figurative (intend, aspire) (να κάνω κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
When I play, I aim to win.
Όταν παίζω, στοχεύω στη νίκη.

το μόνο που μπορείς να κάνεις

noun (your only recourse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When something bad happens, all you can do is make the best of it.

ότι μπορείς να κάνεις

noun (everything you are capable of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All you can do is whine; you never fix your problems.

επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

transitive verb (let: [sb])

Will your parents allow you to go to the dance?
Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό;

αφήνω

transitive verb (enable by neglect) (κάτι να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
By not applying the handbrake, he allowed the car to roll down the hill.

επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου

interjection (offer)

Miss, allow me to open the door.
Δεσποινίς, επιτρέψτε μου να ανοίξω την πόρτα.

αναμένω, περιμένω

verbal expression (expect) (κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor anticipated the results of the blood work to arrive on Tuesday, but they were delayed.
Ο γιατρός περίμενε τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος να έρθουν την Τρίτη, αλλά άργησαν.

ανυπομονώ

verbal expression (be eager)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The avid fans were anxious to meet their favorite author.
Οι φανατικοί θαυμαστές ανυπομονούσαν να συναντήσουν τον αγαπημένο τους συγγραφέα.

κάνω έκκληση

verbal expression (ask) (σε κάποιον να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Senator appealed to his fellow legislators to vote for more aid to the poor.
Ο Γερουσιαστής κάλεσε τους άλλους νομοθέτες να ψηφίσουν για την παροχή μεγαλύτερης βοήθειας στους απόρους.

φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ

verbal expression (seem to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jenny appears to know what she's doing.
Η Τζένη φαίνεται (or: δείχνει) ότι ξέρει τι κάνει.

κανονίζω να κάνω κτ

verbal expression (schedule)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I haven't seen you in a very long time. We should arrange to do something.
Δεν σε έχω δει εδώ και πολύ καιρό. Θα πρέπει να κανονίσουμε να κάνουμε κάτι.

κανονίζω να κάνει κπ κτ

verbal expression (make preparations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They arranged for a babysitter to take care of the children.
Κανόνισαν να έρθει μια μπέιμπι σίτερ για να προσέξει τα παιδιά.

πείθομαι να κάνω κτ

verbal expression (UK, vulgar, slang (willing to make effort)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The story's quite good so far, but I don't think I can be arsed to read the whole thing.
Μέχρι στιγμής η ιστορία είναι αρκετά καλή, αλλά δεν ψήνομαι να τη διαβάσω ολόκληρη.

ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ

verbal expression (request that [sb] do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My sister asked me to pass the salt.
Η αδερφή μου μου ζήτησε να της δώσω το αλάτι.

φιλοδοξώ

verbal expression (aim to do [sth]) (αποσκοπώ, επιδιώκω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I aspire to master at least one foreign language.
Φιλοδοξώ να μάθω τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα.

αναθέτω

verbal expression (charge with a task) (σε κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They assigned Cheri to bake cookies for the luncheon.
Ανέθεσαν στην Τσέρι να φτιάξει μπισκότα για το γεύμα.

ανεξέλεγκτος

adjective (unconstrained)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The police were not at liberty to discuss details of the case with the press.

επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω

transitive verb (try) (κάτι, να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will attempt to talk to him on Monday.
Θα επιχειρήσω να του μιλήσω τη Δευτέρα.

εξουσιοδοτώ

verbal expression (permit officially to do) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marla authorized her assistant to file the papers with the city.

μπάτσελορ πάρτυ

noun (party for a husband-to-be)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Bachelor parties tend to be wild and crazy. We're going to a nightclub for Simon's stag do.
Στα μπάτσελορ πάρτυ γίνεται συνήθως τρελό κέφι και τα πράγματα ξεφεύγουν. Θα πάμε σε ένα κλαμπ για το μπάτσελορ του Σάιμον.

μπάτσελορ νύφης

noun (party for a wife-to-be)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πιέζω κπ να κάνει κτ

verbal expression (pester to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My children badgered me into taking them to the playground.
Τα παιδιά μου με πίεζαν να τα πάω στην παιδική χαρά.

επιτρέπεται σε κπ

verbal expression (have permission to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you do not have your passport, you will not be allowed to enter the country. Once they had finished their exams, the students were allowed to leave.
Αν δεν έχεις το διαβατήριό σου, δεν θα σου επιτραπεί να μπεις στην χώρα. Μόλις τέλειωσαν τα διαγωνίσματα τους, επετράπη στους σπουδαστές να φύγουν.

οδηγούμαι προς

verbal expression (be prompted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We were led to believe that the chemical was not dangerous, but it turned out to be highly toxic.

έχω βάλει στόχο να κάνω κτ

verbal expression (informal (aim, be determined to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The candidate is out to make her opponent look weak and unreliable.

είμαι έτοιμος να

verbal expression (be ready to: do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We were all set to leave, but Ann made us wait while she looked for her cell phone.

πρέπει να

verbal expression (be supposed to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Students, you're to arrive at 8:00 so that we can take a group photo.

είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος

transitive verb (agree freely to)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm willing to finish the report myself, but you'll have to give me more time.
Είμαι πρόθυμη (or: σύμφωνη) να τελειώσω την αναφορά η ίδια, αλλά θα πρέπει να μου δώσεις περισσότερο χρόνο.

συνηθίζω να κάνω κτ

verbal expression (formal (be in the habit of doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτ

verbal expression (call, summon to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The king beckoned his servant to bring him a drink.
Ο βασιλιάς έκανε νόημα στον υπηρέτη του να του φέρει ένα ποτό.

ικετεύω, εκλιπαρώ

verbal expression (plead with [sb] to do [sth]) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She begged her parents to buy her the toy.
Ικέτευσε τους γονείς της να της αγοράσουν το παιχνίδι.

αρχίζω, ξεκινάω

(start: to do) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The water began to boil in the pan.
Το νερό άρχισε (or: ξεκίνησε) να βράζει στο κατσαρολάκι.

επιβάλλεται

verbal expression (be right or necessary) (πρέπει)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It behooves me to acknowledge the debt I owe to my precedessor in this role.

ικετεύω κπ να κάνει κτ, εκλιπαρώ κπ να κάνει κτ

verbal expression (literary (beg with [sb] to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The thief beseeched the king to spare him execution.

καταλληλότερος

expression (most capable of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The promotion should go to the one best able to handle the responsibility.

υποβάλλω προσφορά

(offer services) (επίσημο: για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Three construction companies are bidding for the prestigious contract.
Τρεις κατασκευαστικές εταιρείες υποβάλλουν προσφορά για το σπουδαίο συμβόλαιο.

προστάζω

transitive verb (formal, dated (direct, command) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When your mother bids you tidy your room, do so.

γεννημένος για κτ

adjective (having natural talent for [sth])

She was born to sing.

μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο

verbal expression (make an effort) (να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He didn't bother to answer the email.
Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει στο email.

που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτ

adjective (informal (willing to make effort) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm trying to decide whether I can be bothered to get up today.
Προσπαθώ να αποφασίσω αν θα μπω στον κόπο να σηκωθώ σήμερα.

αργά ή γρήγορα

adjective (figurative (more than likely to do [sth]) (καθομιλουμένη: κτ θα γίνει)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You left your wallet on the table; someone was bound to steal it.
Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα το έκλεβε.

είναι σίγουρο, είναι βέβαιο

preposition (informal (likely or certain to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That boy is so reckless, he's bound to end up in jail. The vase that was balanced on the edge of the table fell off, which was bound to happen.
Εκείνο το αγόρι είναι τόσο απερίσκεπτο. Είναι σίγουρο (or: είναι βέβαιο) ότι θα καταλήξει στη φυλακή. Το βάζο που ισορροπούσε στην άκρη του τραπεζιού έπεσε, πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα γίνει.

βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα

verbal expression (figurative (make effort) (καθομ: για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We broke our necks to get our candidate elected.

υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ

verbal expression (force yourself to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't bring myself to see a film that's that violent.

κάνω κτ σύμφωνα με τους κανόνες

verbal expression (figurative (do [sth] conventionally, by the rules)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που αποσκοπεί σε

preposition (intended)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς

interjection (informal (certainly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
“Could you move those chairs and tables for me, please?” - “Can do!”
«Θα μπορούσες να μου μετακινήσεις αυτές τις καρέκλες και τα τραπέζια, σε παρακαλώ;» «Σίγουρα (or: Ασφαλώς)!

αντέχω να κάνω κτ

verbal expression (be able to tolerate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you can stand to wait another 10 minutes, I'll walk you home. I can't stand seeing you so unhappy.

αποφασιστικότητα

noun (positive attitude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κτ

verbal expression (UK, vulgar, slang (unwilling to make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've lost the remote control and I can't be arsed to get up and change the channel.

δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ

adjective (informal (unwilling to make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να

verbal expression (find unavoidable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I cannot help but notice the enormous coffee stain on the front of your white blouse.
Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον τεράστιο λεκέ από καφέ στο μπροστινό μέρος της άσπρης μπλούζας σου.

θέλω

verbal expression (be inclined) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't really care to play golf today.
Δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να παίξω γκολφ σήμερα.

προσέχω

adjective (making sure to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He is careful about locking the doors before he goes out.
Προσέχει να κλειδώνει πάντα την πόρτα πριν βγει έξω.

αναγκάζω

transitive verb (prompt) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cat ran out into the road, causing her to swerve and crash the car.
Η γάτα έτρεξε έξω στο δρόμο, αναγκάζοντάς την να στρίψει απότομα και να τρακάρει το αυτοκίνητο.

προειδοποιώ

(warn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher cautioned her students not to talk to strangers.
Η δασκάλα προειδοποίησε τους μαθητές της να μην μιλούν σε αγνώστους.

παύω να κάνω κτ

(stop)

είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ

expression (bound, sure to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lisa is certain to pass her exams. She's been studying so hard.

πιστοποιημένος

expression (person: qualified)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Maddy is certified to teach English.

προκαλώ κπ να κάνει κτ

transitive verb (demand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I challenge you to tell the truth!
Σε προκαλώ να πεις την αλήθεια!

ανυπομονώ να κάνω κτ

verbal expression (figurative (person: be impatient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm champing at the bit to go on my vacation.

δίνω εντολή

verbal expression (order) (σε κάποιον να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I charge you to look after the house properly while I am away.

επιλέγω

verbal expression (decide, prefer) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He chose to become an architect.
Επέλεξε να γίνει αρχιτέκτονας.

ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ

verbal expression (achievement: assert)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This paint brand claims to cover a larger area than that rival brand.
Αυτή η εταιρεία βαφών ισχυρίζεται ότι καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια σε σχέση με του ανταγωνιστές της.

συνεισφέρω για να κάνουμε κτ

verbal expression (share cost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The students clubbed together to buy a present for their teacher.

διδάσκω, μαθαίνω

verbal expression (sports: teach [sb]) (κάποιον (να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill coached the boys to pass the ball better.
Ο Μπιλ έμαθε στα παιδιά να δίνουν καλύτερες πάσες.

καθοδηγώ

verbal expression (teach, assist) (κάποιον (να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father coached the mother to breathe as she delivered the baby.
Ο πατέρας καθοδήγησε τη μητέρα να αναπνέει κατά τον τοκετό.

καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ

verbal expression (persuade, entice to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They coaxed me to join them for the weekend.
Με καλόπιασαν για να πάω μαζί τους το σαββατοκύριακο.

ενώνω τις δυνάμεις μου

verbal expression (unite to have an effect) (με κπ για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Poverty and physical disability combined to make life challenging for Wendy.

επανέρχομαι

verbal expression (return in order to do [sth]) (για να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ava left home at 18, but came back ten years later to care for her mother.

Έρχεσαι συχνά εδώ;

expression (informal (chat-up line)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διατάζω

verbal expression (order to do) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The general commanded the troops to attack.
Ο στρατηγός διέταξε τα στρατεύματα να επιτεθούν.

υποχρεωμένος

adjective (obliged) (να κάνει κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rita was committed to speak at the conference that morning.
Η Ρίτα ήταν υποχρεωμένη να μιλήσει στο συνέδριο εκείνο το πρωί.

αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω

transitive verb (force: [sb]) (κπ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The threat of being fired compelled Tricia to tell the truth about what she saw.

είμαι αναγκασμένος να κάνω κτ, είμαι υποχρεωμένος να κάνω κτ

verbal expression (be forced, obliged)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νιώθω αναγκασμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτ

verbal expression (feel obliged)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω

transitive verb (brainwash, affect behaviour) (ψυχολογικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Politicians are conditioning the people to accept the policy.
Οι πολιτικοί προετοιμάζουν τους ανθρώπους να δεχτούν την πολιτική.

συναινώ

verbal expression (agree to do [sth]) (επίσημο: στο να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ross consented to take a lie detector test.
Ο Ρος δέχθηκε να κάνει τεστ αλήθειας.

συνωμοτώ

verbal expression (plot together) (για να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The three conspired to steal the famous painting.

συνωμοτώ

verbal expression (figurative (events: coincide) (μτφ: για να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Events have conspired to keep us apart these past few months.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbal expression (force, restrict [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I would love to work abroad, but my family responsibilities constrain me to stay in this country.

αναγκασμένος να κάνω κτ

adjective (forced to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ann felt constrained to come to the party even though she didn't want to.

χαρούμενος

adjective (satisfied) (που κάνω κτ, που συμβαίνει κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She was content to hear about his promotion.
Χάρηκε όταν έμαθε για την προαγωγή του.

συνεχίζω να κάνω κτ

verbal expression (carry on)

After retirement, Jane continued to work as a supply teacher.

βρίσκω τρόπο να

verbal expression (find a way, arrange to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They somehow contrived to arrive hours earlier than we did.

πείθω

transitive verb (influence to act) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A letter from his mother convinced him to come home after years abroad.
Ένα γράμμα από τη μητέρα του τον έπεισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ύστερα από χρόνια στο εξωτερικό.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του did στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του did

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.