Τι σημαίνει το music στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης music στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του music στο Αγγλικά.

Η λέξη music στο Αγγλικά σημαίνει μουσική, μουσική, μουσική, μελωδία, μελωδία, μελωδία, άλμπουμ, εναλλακτική μουσική, εναλλακτική ροκ, μουσικό χαλί, μουσικό χαλί, μπλουζ, μουσική δωματίου, χορωδιακή μουσική, εκκλησιαστική μουσική, κλασική μουσική, κλασική μουσική, μουσικό πανεπιστήμιο, ορχηστρική μουσική, μουσική ερμηνευμένη από ορχήστρα χάλκινων ή πνευστών, <div>μουσική κάντρι, κάντρι μουσική</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>, χορευτική μουσική, χορευτική μουσική, ντίσκο, μουσική ντίσκο, μουσικό αυτί, ηλεκτρονική μουσική, ηλεκτρονική μουσική, αντιμετωπίζω τις συνέπειες, αναλαμβάνω την ευθύνη, παραδοσιακή μουσική, γκόσπελ, μουσική γκόσπελ, house μουσική, μουσική house, ορχηστρική μουσική, ζωντανή μουσική, παίζω μουσική, χαλαρωτική oρχηστρική μουσική, μουσικός, μουσικό κουτί, μουσικό chart, μουσικό τσαρτ, μουσικός διευθυντής, μουσική διευθύντρια, διευθυντής ορχήστρας, διευθύντρια ορχήστρας, λάτρης της μουσικής, μουσικό φεστιβάλ, αίθουσα συναυλιών, μουσική βιομηχανία, μάθημα μουσικής, λάτρης της μουσικής, σημειογραφία, μουσική παράσταση, συσκευή αναπαραγωγής μουσικής, μουσικός παραγωγός, μαθήματα μουσικής, δωμάτιο μουσικής, μουσικό σχολείο,κολλέγιο, αναλόγιο μουσικής, θεωρίας της μουσικής, μουσικό βίντεο, μουσική νότα, New Age, παίζω μουσική, κομμάτι, παίζω μουσική, βάζω μουσική, λαϊκή μουσική, δημοφιλής μουσική, μουσική ραπ, μουσική ροκ, κοσμική μουσική, παρτιτούρα, σόουλ μουσική, soul μουσική, τρανς, μουσική του κόσμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης music

μουσική

noun (uncountable (rhythmical, melodic sounds)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can you hear the music? Isn't it lovely?
Ακούς τη μουσική; Δεν είναι υπέροχη;

μουσική

noun (uncountable (art form: melody, harmony, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My father likes classical music, but I prefer more modern composers.
Στον πατέρα μου αρέσει η κλασική μουσική, αλλά εγώ προτιμώ τους πιο σύγχρονους συνθέτες.

μουσική, μελωδία

noun (uncountable (score, written music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you give me the music, I might be able to play it on the piano.
Αν μου δώσεις την παρτιτούρα, ίσως μπορέσω να στο παίξω στο πιάνο.

μελωδία

noun (uncountable, figurative (pleasant sounds)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can you hear the bird's music?
Ακούς τη μελωδία του πουλιού;

μελωδία

noun (countable, figurative (rhythmical quality) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a strange music in the sounds of the factory.
Υπάρχει μια παράξενη μελωδία στους ήχους του εργοστασίου.

άλμπουμ

noun (of music)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jeff's favorite band is going to release a new album next month.

εναλλακτική μουσική

noun (independent pop music)

The history of alternative music basically begins with punk rock.

εναλλακτική ροκ

noun (genre of rock music)

The radio station plays a lot of alternative rock.

μουσικό χαλί

noun (muzak: ambient music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The background music in a restaurant can create some atmosphere.

μουσικό χαλί

noun (incidental music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Giorgio composed the background music for the film.

μπλουζ

noun (African-American music style) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μουσική δωματίου

noun (classical music for small group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The concert will also contain some chamber music, for string quartet.

χορωδιακή μουσική

noun (music performed by a choir)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκκλησιαστική μουσική

noun (music played in a church)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλασική μουσική

noun (colloquial (musical style: formal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The classical music section at the record store has CDs with music from Bach to Stravinsky.

κλασική μουσική

noun (musical genre of Mozart's era)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Haydn, Mozart, and Beethoven are the most well-known composers of Classical Music.

μουσικό πανεπιστήμιο

noun (school: teaches music)

Helen has a degree from the college of music.

ορχηστρική μουσική

noun (music: orchestral)

μουσική ερμηνευμένη από ορχήστρα χάλκινων ή πνευστών

noun (music: band)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div>μουσική κάντρι, κάντρι μουσική</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>

noun (pop music style of western US)

Garth Brooks dominated country music in the 1990's.
Ο Γκαρθ Μπρουκς κυριάρχησε στη μουσική κάντρι τη δεκαετία του 1990.

χορευτική μουσική

noun (fast-paced electronic pop music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I quite like so-called dance music, though I never actually dance to it.

χορευτική μουσική

noun (rhythmic music for social dancing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some trendy restaurants play dance music in the background.

ντίσκο

noun (70's dance music) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I grew up dancing to disco.

μουσική ντίσκο

noun (70s dance music)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
John Travolta danced to disco music in Saturday Night Fever.

μουσικό αυτί

noun (musical aptitude) (μεταφορικά)

Colin has an ear for music, and can play several instruments.

ηλεκτρονική μουσική

noun (music produced electronically)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some people criticize electronic music for sounding cold and clinical.

ηλεκτρονική μουσική

noun (music style: techno)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My son calls it electronic music while I think of it as computer programmed noise.

αντιμετωπίζω τις συνέπειες, αναλαμβάνω την ευθύνη

verbal expression (figurative, informal (confront [sth]'s consequences)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His only option was to go home and face the music.

παραδοσιακή μουσική

noun (popular narrative song style)

γκόσπελ

noun (Christian music)

(ουσιαστικό θηλυκό/ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού ή ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. η/το ντο (νότα), η/το ροκ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I sing gospel with my church choir.

μουσική γκόσπελ

noun (Christian spiritual music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oh Happy Day is one of the best-known examples of gospel music.

house μουσική, μουσική house

(music genre)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ορχηστρική μουσική

noun (music without vocals)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζωντανή μουσική

noun (performance by musicians)

There's something special about seeing live music instead of just listening to a recording.

παίζω μουσική

(play or create music) (αναπαραγωγή)

Barry makes music using a keyboard and computer software.

χαλαρωτική oρχηστρική μουσική

noun (light instrumental music)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μουσικός

noun (musical performer)

μουσικό κουτί

noun (box that plays mechanical music)

When I was a child, I had a music box with a ballerina who twirled as the music played.

μουσικό chart, μουσικό τσαρτ

noun (hit parade of most popular songs)

μουσικός διευθυντής, μουσική διευθύντρια

noun (overseer of musical activities)

διευθυντής ορχήστρας, διευθύντρια ορχήστρας

noun (band conductor)

λάτρης της μουσικής

noun ([sb] who enjoys listening to music)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's a real music fan, and goes to all the concerts.

μουσικό φεστιβάλ

noun (event with musical performances)

Some great bands will be playing at the music festival.

αίθουσα συναυλιών

noun (auditorium, venue for live music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Carnegie Hall is a famous music hall for orchestral performances.

μουσική βιομηχανία

noun (recorded music business)

μάθημα μουσικής

noun (class in how to play an instrument)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I took music lessons for twelve years; the instrument was piano.

λάτρης της μουσικής

noun ([sb] who enjoys listening to music)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
To a true music lover, a live performance is the ultimate experience.

σημειογραφία

noun (system of symbols representing music) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μουσική παράσταση

noun (concert of live music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συσκευή αναπαραγωγής μουσικής

noun (device)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This music player produces very high quality sound.

μουσικός παραγωγός

noun ([sb] who oversees music recordings)

μαθήματα μουσικής

noun (music education classes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δωμάτιο μουσικής

noun (room used to listen to, play music)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μουσικό σχολείο,κολλέγιο

noun (college where music is studied)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναλόγιο μουσικής

noun (device for holding sheet music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ellen adjusted the height of her music stand so she could read the music while sitting down.

θεωρίας της μουσικής

noun (explanation of music)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Music theory helps musicians to understand what they are playing.

μουσικό βίντεο

noun (promotional clip to accompany a song)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Delphine was thrilled by Muse's new music video.

μουσική νότα

noun (music score: symbol)

New Age

noun (New Age music) (ξενικό)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παίζω μουσική

(play instrument, sing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My neighbor and I sometimes get together to perform music--he plays the flute and I play the piano.
Ο γείτονάς μου και εγώ μερικές φορές συναντιόμαστε και παίζουμε μουσική, αυτός φλάουτο και εγώ πιάνο.

κομμάτι

noun (musical composition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That piece by Bach was very nice.
Το κομμάτι του Μπαχ ήταν πολύ ωραίο.

παίζω μουσική

verbal expression (make music, play an instrument)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω μουσική

verbal expression (listen to recorded music)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λαϊκή μουσική

noun (colloquial, abbreviation (popular music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I prefer pop music to classical music.

δημοφιλής μουσική

noun (music appealing to the masses)

μουσική ραπ

noun (music genre)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Rap music originated in New York City.

μουσική ροκ

noun (heavy form of pop music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex was listening to rock music in his bedroom.

κοσμική μουσική

noun (non-religious music) (επίσημο)

παρτιτούρα

noun (music: written score)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry found the sheet music for the song in the music shop.

σόουλ μουσική, soul μουσική

noun (mix of funk and blues)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρανς

noun (electronic dance music) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I like dancing to trance when it's really loud and fast.
Μ' αρέσει να χορεύω τρανς, αρκεί ο ρυθμός να είναι γρήγορος κι η ένταση δυνατή.

μουσική του κόσμου

noun (traditional musical form of a country)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του music στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του music

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.