Τι σημαίνει το the same στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης the same στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του the same στο Αγγλικά.
Η λέξη the same στο Αγγλικά σημαίνει ο ίδιος, ίδιος, ο ίδιος, ο ίδιος, το ίδιο, το ίδιο με, κι εγώ, κι εγώ το ίδιο, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα, μαζί, ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή με, την ίδια ώρα με, ταυτόχρονα με, τη στιγμή που, είμαι ίδιος με, κατά τον ίδιο τρόπο, στην ίδια θέση, ταυτόχρονα, στην ίδια κατηγορία, με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόπο, στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφος, με τον ίδιο τρόπο, με τον ίδιο τρόπο που, δεν κάνει καμία διαφορά, το ίδιο μου κάνει, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, ακριβώς ίδιος, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, σχεδόν ίδιος, της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης, στο ίδιο μήκος κύματος, ένα και το αυτό, πάνω-κάτω ίδιος, πάνω-κάτω ο ίδιος, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, βάζω κπ στο ίδιο καζάνι, το ίδιο ισχύει για, στον ίδιο βαθμό, δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης the same
ο ίδιοςadjective (identical) We go to the same place for our holidays every year. ΝEW: Τα δύο χαρτονομίσματα ήταν πανομοιότυπα και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιο ήταν το πλαστό. |
ίδιοςadjective (unchanged) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Laurie still looks the same after all these years. Η Λόρι είναι ακόμα ίδια μετά από τόσα χρόνια. |
ο ίδιοςadjective ([sb]: same one) The same man designed the Eiffel Tower and the armature for the Statue of Liberty. Ο ίδιος άνθρωπος σχεδίασε τον πύργο του Άιφελ και τον κλωβό για το Άγαλμα της Ελευθερίας. |
ο ίδιοςpronoun (same person, thing) She chose the same as I did. Διάλεξε το ίδιο με μένα. |
το ίδιοadverb (equally) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A mother loves all her children the same. Μια μητέρα αγαπά εξίσου όλα τα παιδιά της. |
το ίδιο μεexpression (saying two things are similar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Withholding the truth is the same as lying. |
κι εγώ, κι εγώ το ίδιοinterjection (informal (showing agreement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) "I'm so tired I could fall asleep at my desk." "Same." |
εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσοexpression (even so) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Max promised to change, but all the same I decided to end the relationship. Ο Μαξ υποσχέθηκε να αλλάξει. Παρ' όλα αυτά αποφάσισα να τερματίσω τη σχέση μας. |
την ίδια στιγμή, την ίδια ώραadverb (simultaneously) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) It was fortunate that we both arrived at the same time. Ήταν ευχής έργο που φτάσαμε και οι δύο την ίδια ώρα. |
μαζί, ταυτόχροναadverb (in unison) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We all screamed for more ice cream at the same time. Φωνάξαμε όλοι μαζί για να πάρουμε περισσότερο παγωτό. |
την ίδια στιγμή με, την ίδια ώρα με, ταυτόχρονα μεpreposition (concurrent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τη στιγμή πουpreposition (at precise moment) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Joey returned home at the same time that Zula was preparing to leave. |
είμαι ίδιος μεtransitive verb (be identical to) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The blouse that I wore was the same as my sister's. Christmas dinner was the same as always: ham, potatoes, and salad. Η μπλούζα που φόρεσα ήταν ίδια με της αδελφής μου. Το Χριστουγεννιάτικο δείπνο ήταν ίδιο με κάθε άλλη φορά: χοιρομέρι, πατάτες και σαλάτα. |
κατά τον ίδιο τρόποexpression (similarly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στην ίδια θέσηexpression (figurative (in a similar situation) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ταυτόχροναadverb (figurative (at same moment) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The Prime Minister denies climate change and advocates carbon tax in the same breath. |
στην ίδια κατηγορίαadverb (within the same group) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Martins are birds in the same category as swifts and swallows. That is like comparing apples and oranges; they are not even in the same category. Τα πετροχελίδονα είναι πουλιά που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα χελιδόνια και τις μαυροσταχτάρες. Είναι σαν να συγκρίνεις τα μήλα με τα πορτοκάλια, δεν ανήκουν ούτε καν στην ίδια κατηγορία. |
με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόποadverb (similarly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The teacher was always fair and treated all of the children in the same manner. |
στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφοςadverb (regarding the same subject) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) He started talking about politics and went on and on in the same vein for two whole hours. My sense of humour's in the same vein as yours: we both laugh at the same jokes. Άρχισε να μιλάει για την πολιτική και συνέχισε στο ίδιο πνεύμα για δύο ολόκληρες ώρες. Η αίσθηση του χιούμορ μου είναι στο ίδιο πνεύμα (or: στο ίδιο ύφος) με το δικό σου: και οι δύο γελάμε με τα ίδια αστεία. |
με τον ίδιο τρόποexpression (similarly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) She never cooks that dish in the same way, so it is different every time. Ποτέ δεν μαγειρεύει αυτό το πιάτο με τον ίδιο τρόπο, οπότε κάθε φορά είναι αλλιώτικο. |
με τον ίδιο τρόπο πουpreposition (similarly to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I tried to paint the sunflowers in the same way as Van Gogh. Προσπάθησα να ζωγραφίσω τα ηλιοτρόπια με τον ίδιο τρόπο που τα έκανε ο Βαν Γκογκ. |
δεν κάνει καμία διαφορά(there is no difference, it makes no difference) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I can either go to the party or stay home. It's all the same to me. |
το ίδιο μου κάνειexpression (informal (I have no preference.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can stay or leave; it's all the same to me. |
εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσοadverb (informal (even so) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Although Davina probably won't mind, just the same we ought to ask her before we borrow her bike. |
ακριβώς ίδιοςadjective (informal (exactly alike) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Are those new boots? Ed has a pair that are just the same. |
πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιοςadjective (very similar) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) I will use much the same method as George did to make these changes. |
πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιοςadjective (unchanged) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The doctors say he is in much the same condition as yesterday. My hometown looks much the same as it did when I left 10 years ago. |
σχεδόν ίδιοςadjective (very similar) The professor noticed that the two students' papers were nearly the same, and failed them both. |
της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψηςadjective (having a similar opinion) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) We've reached a consensus. The whole committee is of the same mind on this issue. |
στο ίδιο μήκος κύματοςadjective (figurative (thinking similarly to [sb] else) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ένα και το αυτόnoun (same person or thing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) At the end of the story, the boy and his twin were revealed to be one and the same! |
πάνω-κάτω ίδιοςadjective (informal (very similar) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) It hardly matters which candidate you vote for; they're all pretty much the same. |
πάνω-κάτω ο ίδιοςadverb (unchanged from earlier) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The state of the patient's health has stayed pretty much the same. |
παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιοςintransitive verb (not change) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
βάζω κπ στο ίδιο καζάνιverbal expression (attribute same faults to) (με κπ: μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know he's an awful person, but don't tar me with the same brush just because he's my brother! |
το ίδιο ισχύει γιαexpression (this is also true of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στον ίδιο βαθμόadverb (to a similar or identical degree) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
δύο πλευρές του ίδιου νομίσματοςplural noun (figurative (opposite but connected ideas) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του the same στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του the same
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.